Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια. Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.
Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοιραστεί ως επιστέγασμα αυτής της φιλίας. Αλλά εκείνος πεισματάρης και περίεργος, πάντοτε ήθελε να αφουγκραστεί την μυστηριακή τους σιωπή. Λες και ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, αυτό που τάχα είχαν στο μυαλό τους. Λες και θα ανακάλυπτε την χαμένη Ατλαντίδα, μέσα σε αυτά τα αδιάφορα εντυπωσιακά κεφάλια με ξανθιές και καφετιές αχτίδες. Θαρρείς και δεν είχε υπάρξει πιο λάθος στη ζωή του, έχοντας μιαν τέτοια εγκαρτέρηση.
Θαρρείς και καμιά δεν είχε καταφέρει να σπάσει εκείνα τα ανούσια εμπόδια που τους έβαζε. Θαρρείς και καμιά τους δεν είχε προσπαθήσει αρκετά να τον καταλάβει. Ξέρεις, που καιρός να δαπανήσεις για να εξημερώσεις έναν άνθρωπο; Πού καιρός για να αγαπήσεις; Πού καιρός για να ελευθερώσεις κάποιον από τα δεσμά του;
Ακόμα και η παρουσία της "Φάτα Μοργκάνα", της μικρής γάτας που είχε πρόσφατα υιοθετήσει, μόνο να τον εξοργίσει μπορούσε. Ήταν ένα πλάσμα το οποίο ήθελε αγάπη, το οποίο ήθελε φροντίδα. Και δυστυχώς δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει άλλο. "Φύγε επιτέλους ηλίθιο γατί. Σταμάτα να ζητάς. Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω.", είπε κι ύστερα ακούστηκε ένας ήχος στο πάτωμα από το μισοάδειο ποτήρι που είχε ρίξει από τα νεύρα. Ύστερα κοίταξε το μικρό τετράποδο όπως είχε μαζευτεί φοβισμένο σε μια γωνιά και το λυπήθηκε. Έμπηξε μια άναρθρη κραυγή για να δείξει την ανωτερότητά του κι ύστερα έτρεξε να το πάρει αγκαλιά. "Σε μισώ", αποκρίθηκε. "Είσαι σαν όλες τους. Μπορεί να είσαι γάτα, αλλά πίστεψε με δε διαφέρεις. Πάντοτε να ζητάνε κι ύστερα να παίρνουν αυτό το βλέμμα το βλέμμα που ζητάει αγάπη. Κι εγώ πάντα εκεί, να την δίνω. Καλός μαλάκας. Σταμάτα να με κοιτάς φοβισμένη. Φτάνει πια, αυτή η δικτατορία, εδώ μέσα."
Είχε πια κουραστεί. Όχι πως τάχα είχε γεράσει, πως είχε βαρεθεί, όμως το έβρισκε τόσο ανούσιο. Επενδύεις συναισθήματα, όνειρα... Επενδύεις και ένα κομμάτι από τον εαυτό σου. Κάθε φορά κι από λίγο. Κι ύστερα σαν αυτοτροφοδοτούμενος οργανισμός προσπαθείς πάλι να το αναπληρώσεις, όταν πια καταλάβεις τη ματαιότητα του να δίνεσαι, την ανοησία του να περιμένεις να πάρεις.
Τι ανοησία και αυτή! Να δίνεις και να αδειάζεις. Λες και οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να σου δώσουν. Να δίνεις, να γεμίζεις για λίγο κι ύστερα να αδειάζεις εντελώς. Και να μην έχεις να δώσεις άλλο. Κακό πράγμα η ανοχή, ο συμβιβασμός. Σε αδειάζει πριν το καταλάβεις. Να δίνεις και να ανέχεσαι. Κι ύστερα να ξυπνάς ένα πρωί άδειος, τόσο άδειος που δε μπορείς καν να πονέσεις πια. Ένα κουφάρι που ξέβρασε η θάλασσα σε κάποια ακτή, τόσο βασανισμένο που πια, δε τ αναγνωρίζει ανθρώπου μάτι. Ένα κουφάρι από κάποιο τάχα-κάποτε-υπερήφανο πλοίο.
Και το μόνο που ζητάει πια, να αφήσει κάπου όλο αυτό το κενό, να μοιραστεί έστω μια στιγμή, μια αληθινή στιγμή με κάποιον. Να πει μέσα σε μια σιωπή όλα εκείνα που το έκαναν να αδειάσει. Να μιλήσει τάχα για τα ταξίδια του, για τις μούσες και τις σειρήνες που το πλάνεψαν, για εκείνους τους βάρβαρους πειρατές που κάποτε του επιτέθηκαν. Για όλες εκείνες τις ένδοξες μάχες που έδωσε και κέρδισε, για όλες εκείνες τις μάχες που πια δε ξέρει αν θέλει να καυχηθεί, αν τάχα έχει νόημα. Να μη χρειαστεί να δώσει ή να πάρει. Απλά να νιώσει. Να νιώσει πως τάχα υπάρχει μέσα σε όλη αυτή του την ανυπαρξία, σε όλη αυτή την κενότητα. Να νιώσει πως τάχα κάποια μπορεί να καταλάβει τούτες τις σιωπές.
Κι ύστερα, πληγωμένο και πάλι να μαζέψει το μπαλωμένο του σκαρί και να φουντάρει την άγκυρα σε κάποιο τάχα απομακρυσμένο καρνάγιο. Για λίγο πάλι μέχρι να καταφέρει να επισκευάσει τις φθορές του, μέχρι να καταφέρει να μη νιώθει τόσο άδειο. Κι ύστερα φτου και από την αρχή, να ξεκινήσει τα ταξίδια, μέχρι να βρει ποιο είναι άραγε εκείνο το λιμάνι που θα μπορέσει να το χωρέσει, ποιο είναι εκείνο το λιμάνι που θα το αντέξει. Χωρίς απαιτήσεις, με μόνη εγκαρτέρηση εκείνες τις δήθεν αθώες και τάχα ένοχες σιωπές, τις μοιρασμένες.
Κι ύστερα, πληγωμένο και πάλι να μαζέψει το μπαλωμένο του σκαρί και να φουντάρει την άγκυρα σε κάποιο τάχα απομακρυσμένο καρνάγιο. Για λίγο πάλι μέχρι να καταφέρει να επισκευάσει τις φθορές του, μέχρι να καταφέρει να μη νιώθει τόσο άδειο. Κι ύστερα φτου και από την αρχή, να ξεκινήσει τα ταξίδια, μέχρι να βρει ποιο είναι άραγε εκείνο το λιμάνι που θα μπορέσει να το χωρέσει, ποιο είναι εκείνο το λιμάνι που θα το αντέξει. Χωρίς απαιτήσεις, με μόνη εγκαρτέρηση εκείνες τις δήθεν αθώες και τάχα ένοχες σιωπές, τις μοιρασμένες.
Isws kapoia pragmata prepei na ta afiseis na kanoun ton kuklo tous. Na ta valeis katw kai na deis agnoodas ta vitsia kai ton egwismo ti pragmatika shmainoun gia esena.
ΑπάντησηΔιαγραφήPoli wraio keimeno Morgana.
Αβυσος η ψυχή του ανθρώπου στη λογοτεχνία. Τι να σου πω; Όπως και στην ψυχολογία, ο καθένας αναγάγει αυτό που βλέπει ή διαβάζει με κάτι αντίστοιχο από τα εμπειρικά του βιώματα. Με λίγα λόγια, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΔιαγραφήΗ αληθεια ειναι αυτη. Οτι στην λογοτεχνια ο καθενας μεταφραζει και ενστερνιζεστε αυτο που διαβαζει με βαση τα δικα του βιωματα . Να εισαι καλα, οι καλες προσπαθειες ανταμειβονται
Διαγραφή