Καθισμένη για ακόμα μία φορά στο παράθυρο αγκαλιά με τον γάτο μου κοιτάζω από το παράθυρο και σκέφτομαι όλα εκείνα τα χρόνια που σαν τρένο πέρασαν από πάνω μου αφήνοντας πληγές. Εικόνες που πασχίζει το μυαλό να ξεχάσει, αλλά πλέον έχουν περάσει στο αλησμόνητο εκείνο δωμάτιο της καρδιάς. Πόσο μικρή λέξη μπορεί να είναι η ευτυχία; Και κυρίως πόσο υπερόπτες μπορεί να είμαστε για να καταφέρουμε να την αγνοήσουμε, όταν εκείνη κάνει την εμφάνισή της;
Καθώς ακούω ένα τραγούδι ταξιδεύω σε όλα εκείνα που έκανα όταν ήμουν νέα. Κακό πράγμα η ωριμότητα. Ειδικά όταν δεν τη θες, όταν δε μπορείς να την χειριστείς. Όμως, τις περισσότερες φορές η ζωή είναι έτσι, απρόβλεπτη. Στέλνει στις καθημερινότητές μας όλα όσα ποτέ δε θελήσαμε να ζήσουμε, έτσι ώστε σαν μία ακόμα ανούσια καθηγήτρια να μας πει λόγια που ποτέ δε θελήσαμε να ακούσουμε. Ωστόσο, ποιος είναι αρκετά μικρός για να καταφέρει να κάνει κοπάνα από αυτό το μάθημα;
Πρέπει να μάθεις να παλεύεις, να αγωνίζεσαι με όλα εκείνα που μισείς, να κερδίζεις ανούσιες μάχες με τον εαυτό σου, να τον καταρρίπτεις, να συμβιβάζεσαι. Αυτή είναι η μοίρα του κάθε ανθρώπου.
Δύσκολο πράγμα το κατεστημένο. Δύσκολο πράγμα να χτίζεις τη ζωή σου από την αρχή. Δύσκολο όταν είσαι πια ώριμος, σάπιος. Και γι' αυτό και κάθεσαι. Υπομένεις. Δεν επιμένεις πια, όπως άλλοτε. Η μελωδία της μουσικής με γυρίζει πίσω σε μία εποχή όπου γκρέμιζα κόσμους και τους έχτιζα ξανά μέσα σε ένα βράδυ, σε εκείνη την εποχή που ήξερα πως τίποτα δε μπορούσε να μου αντισταθεί, τότε που δεν πίστευα σε κανέναν άλλο πέρα από μένα. Και ξαφνικά θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω. Μα ξέρω πως πια δε μπορώ. Τούτο το δικαίωμα το έχασα καιρό πριν.
Άσχημος εχθρός ο χρόνος, αφαιρεί στιγμές πριν καν τις ζήσεις. Φεύγει και σου αφήνει αναμνήσεις. Μικρές χάντρες σε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, μικρές χάντρες που βαραίνουν το κεφάλι σου, ένα βράδυ που νιώθεις μόνος, ένα βράδυ σαν όλα εκείνα που άλλοτε έχτιζες κάστρα. Δεν είναι κακή η μοναξιά. Ίσως μάλιστα να πρέπει να συμφιλιωθείς μαζί της για να καταφέρεις να την νικήσεις. Ωστόσο, είναι τόσο σκληρά τα λόγια που σου λέει. Πέφτουν στον τοίχο σαν βάζο και σπάνε σε μικρά κομμάτια μέσα στους διαδρόμους του κενού σου μυαλού. Και τότε θέλεις να βγεις έξω και να φωνάξεις πως ζεις ακόμα, να πασχίσεις να κερδίσεις πίσω όλα όσα έχασες.
Όμως, η ευτυχία δεν βρίσκεται ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον, μόνο στο παρόν. Στιγμές που κυλάνε σε λεπτοδείκτες και περνούν μπροστά από τα μάτια σου. Κι εσύ άλλοτε σκέφτεσαι τι θα κάνεις αύριο και τι έκανες χθες. Το τώρα μοιάζει σαν μια ανούσια εικόνα στη σφαίρα της φαντασίας σου. Ίσως αύριο να το λησμονείς, όμως σήμερα δεν έχει αξία. Θες να ζήσεις καινούριες στιγμές ευτυχίας. Ή να ξαναζήσεις κάποιες από εκείνες που μοιάζουν χαρούμενες.
Πόσο ανόητοι είμαστε οι άνθρωποι; Πόσο ανόητη είμαι εγώ;
Δεν μπορώ να με καταλάβω. Κάποιες φορές βλέπω γύρω μου ανθρώπους να χαμογελούν. Χαμογελάω κι εγώ μαζί τους. Ποτέ δεν μπορώ να είμαι χαρούμενη, όμως. Πάντα ψάχνω λύσεις σε προβλήματα που δεν υπάρχουν. Πάντα σκέφτομαι όλα εκείνα που δεν έκανα και όλα εκείνα που έχω ήδη κάνει. Και χάνομαι.
Βίαιες αναμνήσεις έρχονται και μαστιγώνουν με μανία το μυαλό μου τις κρύες νύχτες της σιωπής. Κάποιες άλλες φορές έρχονται άλλες που σαν νεράιδες μαγικές το χαϊδεύουν και του λένε λόγια που θέλει να ξανακούσει, το ναρκώνουν για να μην πονάει, το κρατούν καθηλωμένο. Και σκέφτομαι. Λόγια που έπρεπε να είχα πει και δεν τόλμησα, λόγια που δεν έπρεπε να είχα πει και είπα. Και πράξεις. Μικρά χάρτινα κομμάτια ενός παζλ που ενώνονται και σε καταδιώκουν. Μικρές εικόνες που σε κυνηγούν και σε κρατούν δεμένο σε ένα παρελθόν που σαν καράβι βυθίζεται σιγά-σιγά και σε παίρνει μαζί του.
Κάθε λάθος και ένα ηθικό δίδαγμα. Κάθε δίδαγμα ένα σκαλοπάτι πιο κοντά στη σοφία. Αξιόλογοι άνθρωποι οι σοφοί. Δυστυχισμένοι. Ωραία που είναι η άγνοια.
Είναι πολλές όλες εκείνες οι φορές που θα ήθελα να έχω μεγαλώσει σε μία φτωχική οικογένεια, σε μία από όλες εκείνες που θρέφουν το μυαλό με ελπίδα και όχι το στομάχι. Ξέρω, ακούγονται σκληρά τα λόγια μου. Θα μπορούσε κανείς να πει πως μιλώ έτσι επειδή δεν έχω ζήσει ποτέ τη φτώχεια. Και ίσως και πλέον να μην θέλω. Όχι τόσο επειδή δε μου αρέσει, αλλά επειδή πλέον έμαθα. Έμαθα να βγάζω λεφτά, να αγωνίζομαι για να αγοράζω ελπίδες και στη συνέχεια να κλείνομαι στην οθόνη του υπολογιστή μου, μόνη μετρώντας φίλους.
Είναι άσχημο να μην έχεις φίλους. Είναι ακόμα πιο άσχημο να ξυπνάς ένα πρωί και να μην νιώθεις κανέναν φίλο σου, κανέναν, ούτε καν τον εαυτό σου. Κακό πράγμα το μίσος. Όμως τρυπώνει μέσα σου πριν καν το καταλάβεις. Έρχεται και σε αγκαλιάζει όταν όλοι οι άλλοι σε διώχνουν. Οπλίζει το χέρι σου και το στέφει ενάντια στην καταπίεση που σου επιβάλει η σιωπή τους, η αδιαφορία τους. Και είναι μια σιωπή τόσο δυνατή που κάνει τα αυτιά σου να βουίζουν.
Και δεν ξέρεις πια μήτε ποια είσαι, μήτε τι θες, μήτε ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις. Ξέρεις απλά πως έχεις χάσει. Και μισείς. Μισείς πότε τους άλλους που δε σε αφήνουν να ακολουθήσεις τους αβέβαιους δρόμους που διαλέγεις και πότε τον εαυτό σου που συμβιβάζεται γιατί πλέον ξέρει ότι δεν είναι σωστό. Και τότε θες να γκρεμίσεις μία μάζα από μπετό για να νιώσεις λίγη ικανοποίηση. Μα ξέρεις, πως είναι μάταιο. Σωπαίνεις. Και το μίσος απλά ρέει καυτό στις φλέβες σου. Σαπίζεις.
Όμως, φοβάσαι. Θες να μάθεις να αγαπάς, να μάθεις όλα εκείνα που κάποτε σου έκρυψαν για την αγάπη, να ξεδιπλώσεις εκείνο τον αθεράπευτα ρομαντικό εαυτό σου. Ναι, πίσω από το μίσος υπάρχει. Δε θα βγει όμως ποτέ προς τα έξω, γιατί είναι τρομαγμένος, από τη γύμνια της ψυχής τους.
Κανένας τους ποτέ δεν σε κατάλαβε. Κανένας δεν θα σε καταλάβει. Είναι φορές άλλωστε, που δεν καταλαβαίνεις ούτε εσύ ο ίδιος αυτή την πτυχή του εαυτού σου. Πώς γίνεται μέσα σε αυτή την εποχή του άκρατου σεξισμού εσύ να νιώθεις; Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ακόμα στην αγάπη;
Μικρές ανόητες σκέψεις για μία μεγάλη ώριμη. Μικρές ανόητες σκέψεις που έμειναν κρυμμένες στο μυαλό, γιατί φοβήθηκαν να βγουν στο φως. Επαναπαύτηκες στην όψη μιας εικονικής βιτρίνας, αγωνίστηκες για να την χτίσεις και παραδόθηκες στην ευτέλεια. Ξέχασες. Λησμόνησες.
Και τώρα πια το μόνο που έχει μείνει είναι μία απορία. Γιατί; Βιάστηκες να ζήσεις, σε έμαθαν να καταπατάς τον κόσμο σου, την ρομαντική πλευρά του, την ροζ εικόνα που είχες κάποτε για τον έρωτα. Τώρα πια ξέρεις πως αυτό δε το θέλησες ποτέ. Όμως το ακολούθησες, γιατί φοβήθηκες μη χάσεις άτομα που νόμισες πως αγαπούσες. Πλέον τους μισείς. Κι ας ξέρεις ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Γκρέμισαν ότι ωραίο είχες μέσα σου. Κι αυτό σε πονάει. Υποφέρεις. Η οργή σιγοτρώει σαν σαράκι τα σωθικά σου. Σε μολύνει.
Και πια δεν θες τίποτα άλλο πέρα από την εκδίκηση. Θες να γκρεμίσεις τους κόσμους τους για να τους δεις να υποφέρουν. Θες να τους πάρεις ότι αγαπούν για να τους πληγώσεις. Θες να τους δεις να πονούν για να νιώσεις λίγη ικανοποίηση. Θες τον κόσμο σου. Και ξέρεις ότι τίποτα από όλα αυτά δε θα τον φέρει πίσω.
Κλείνεσαι στον εαυτό σου. Αυτός είναι ο μόνος φταίχτης. Αυτός που βιάστηκε, που δεν είπε όσα ήθελε, που δεν έκανε όσα ονειρευόταν. Αυτός που έζησε μέσα στο ψέμα γιατί φοβήθηκε να αντικρίσει την αλήθεια. Τον μισείς με όλη σου την ψυχή. Και ξεκινάς σιγά-σιγά να τον καταστρέφεις. Καπνίζεις. Πίνεις. Σκέφτεσαι. Ξέρεις ότι δεν έχεις νόημα. Ψάχνεις να βρεις λύσεις σε αδιέξοδα προβλήματα. Αναζητάς την έξοδο σε ένα αχανές λαβύρινθο χωρίς να ξέρεις καν πως βρέθηκες εκεί. Σκοτάδι.
Καθώς παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου αναρωτιέμαι τι έχω κάνει λάθος, τι κάναμε λάθος, τι έφταιξε και τίποτα δε δουλεύει σωστά. Προσπαθώ να καταλάβω το που βρίσκεται η ευτυχία και κανείς από όλους εμάς, τους επίδοξους εραστές της, δε μπόρεσε ποτέ να τη βρει. Κάποιες φορές, μάλιστα, τη γυρεύω μέσα στις εικόνες του μυαλού μου, σε στιγμές που έχω ζήσει. Κι όταν πια νομίσω πως τα έχω καταφέρει εκείνη χάνεται σαν μια άλλη ωραία Ελένη και με αφήνει να την καρτερώ γυμνός και αβοήθητος ξανά. Έπειτα, πίνω μία γουλιά ουίσκι και την ξεχνάω.
Φοράω τη χαμογελαστή φάτσα μου και τα ακριβά μου ρούχα και πάω στο γραφείο για να βγάζω λεφτά και να αγοράζω φάτσες και πράγματα. Μετά πάω για καφέ με ανούσιους άγνωστους-γνωστούς για να γκρινιάζω που δεν με πληρώνουν καλά στη δουλειά και δεν έχω τη δυνατότητα να αγοράζω πολλά. Ύστερα, πάω και για ποτό για να φοράω αυτά που αγόρασα και να επιδεικνύω τη χαμογελαστή φάτσα μου. Κάποιες φορές πάω και σινεμά για να βλέπω και άλλες χαμογελαστές φάτσες στη μεγάλη οθόνη. Κι έτσι περνάει η μέρα μου.
Μπαίνω σπίτι βγάζω από πάνω μου το πέπλο της ασημόσκονης μέσα στο οποίο έχω τυλιχτεί και ξεσπάω σε σιωπηλά κλάματα. Θέλω να φωνάξω, να βγάλω την οργή που κρύβω μέσα μου, μα ντρέπομαι. Δε θέλω να δώσω δικαιώματα στον άγνωστο γείτονα, που έχει κολλήσει το μικρό μυαλό του στον άσπρο του τοίχο για να ακούσει ένα μου ψίθυρο. Ίσως και να το κάνει επειδή νιώθει μοναξιά, επειδή έχει ανάγκη να ακούσει μερικές λέξεις. Όμως, φοβάμαι. Δε θέλω να με μάθει.
Πνίγω την κραυγή μου καθώς δαγκώνω τα χείλη μου και σφίγγω δυνατά το μαξιλάρι προσπαθώντας να το πονέσω για να νιώσω λίγη ικανοποίηση. Μερικές φορές περιμένω να με βρίσει, να μου απαντήσει για να νιώσω την παρουσία κάποιου στο χώρο. Μα αυτό εκεί. Υπομένει τα βασανιστήριά μου αμίλητο. Και τα χείλη ματώνουν.
Τρέχω στο μπάνιο για να βρω βαμβάκι και οινόπνευμα να κλείσω την πληγή. Δε πρέπει να δουν οι άλλοι την πονεμένη φάτσα μου. Αυτή είναι μόνο δική μου. Αλλά δε με νοιάζει η πληγή. Θα περάσει. Θα βάλω το πρωί εκείνες τις μπογιές και δε θα φαίνεται τίποτα. Ίσως και να την ξεχάσω.
Όμως θα πονάει. Κάθε νύχτα που αγκαλιά με το μαξιλάρι μου θα ζητώ συντροφιά. Θα υποφέρει κάθε φορά που παλεύω να νικήσω την οργή μου. Όχι, όχι η πληγή στα χείλη μου. Αυτή δε με νοιάζει. Με νοιάζει εκείνη η σιωπή που σαν στυγνή δολοφόνος ανοίγει χαρακιές προσπαθώντας να σκίσει τη σάρκα μου. Και εγώ την παρακολουθώ ανίκανη να τη νικήσω, πολύ μικρή για να αμυνθώ. Απλά την κοιτάζω. Κι εκείνη με σπρώχνει πιο βαθιά στο βυθό της. Με καταπίνει μέσα σε ένα σύννεφο καπνού και μία σταγόνα λήθης. Κι αποκοιμιέμαι.
Η μικρή μου φάτσα γίνεται χαρούμενη, καθώς το πρώτο όνειρο έχει έρθει. Μορφές ακαθόριστες, γλυκές ψευδαισθήσεις, αιθέρια νάρκωση. Καθώς το πρώτο όνειρο φεύγει νιώθω να τρέχω πίσω του. Άλλοτε το κοιτάζω με πόθο, άλλοτε έρχεται το δεύτερο κι είναι καλύτερο από το πρώτο. Και βολεύομαι.
Όταν ξημερώνει βλέπω τα πιο όμορφα όνειρα. Και δε θέλω να σηκωθώ. Το ξυπνητήρι χτυπάει τότε με μανία σαν ένας άκαρδος λοχίας που με στέλνει για καψόνια. Και τότε ξυπνάω. Ανοίγω τα μάτια μου και αντικρίζω το άδειο δωμάτιο. Πάω στο μπάνιο και κοιτάζω τη μούρη μου στον καθρέφτη. Μοιάζει τόσο άσχημη χωρίς μπογιές. Πλένω τα δόντια μου για να χαμογελάω πιο πειστικά. Βάζω τα ρούχα μου και τις μπογιές μου. Πίνω μία τζούρα καφέ καθώς τρέχω να ετοιμάσω την τσάντα μου. Ανάβω το πρώτο τσιγάρο που το καπνίζει το τασάκι όσο εγώ ψάχνω το φορητό υπολογιστή μου. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και προχωράω με το λευκό μου χαμόγελο φορεμένο.
Πάω στο γραφείο και κάθομαι. Άλλοτε ρίχνω καμιά πασιέντζα στον υπολογιστή, άλλοτε κοιτάζω το ρολόι και μετρώ τα λεπτά. Μερικές φορές βγαίνω και έξω για τσιγάρο ή κοιτάζω από το παράθυρο σκαρώνοντας ταξίδια. Μέχρι να έρθει το μεσημέρι. Πάω στο κυλικείο και τρώω γρήγορα μία διάφανη σαλάτα. Δε πρέπει να φάω περισσότερο. Αν παχύνει το σκελετωμένο μου σώμα θα δείχνω άσχημη και καμία ασημόσκονη δε θα μπορεί πια να με ομορφύνει.
Το απόγευμα φτάνει. Η δουλειά τελειώνει. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου για να πάω σπίτι. Μετά από μερικά λεπτά κολλάω σε κάποιο φανάρι. Ανοίγω το παράθυρο και ανάβω ένα τσιγάρο. Βγάζω το χέρι απέξω σαν νταλικέρης. Βρίζω την γκόμενα που στέκεται μπροστά και κοιτάζει τη μάπα της στον καθρέφτη χωρίς να βλέπει ότι το φανάρι έχει γίνει πράσινο. Έπειτα προχωράω. Φασκελώνω κάνα δυο ταρίφες που κοντεύουν να με τρακάρουν. Συνεχίζω απτόητη τη διαδρομή νιώθοντας περήφανη για τον εαυτό μου.
Σταματάω στο φαρμακείο για να πάρω βιταμίνες για να γεμίσω το άδειο μου στομάχι και χάπια από εκείνα που σε κάνουν να κοιμάσαι. Πάω σπίτι και ανάβω τηλεόραση. Κάποιες φορές ανοίγω και τον υπολογιστή μου για να δω γνώριμες φάτσες και να νιώσω χαρούμενη με τα προβλήματά τους. Έπειτα, τους λέω κι εγώ τα δικά μου για να νιώσουν κι εκείνοι λίγη ευτυχία.
Κλείνω τον υπολογιστή και μπαίνω για ένα ζεστό μπάνιο. Το νερό ρέει καυτό στις πληγές μου και ξεπλένει τη βρωμιά της ημέρας. Βγαίνω από το μπάνιο καθαρή και όμορφη και τυλίγομαι σε μια ζεστή πετσέτα. Κουλουριάζομαι στον καναπέ πότε με ένα βιβλίο, πότε με ένα περιοδικό. Διαβάζω σιωπηρά λόγια, βλέπω αόρατες εικόνες. Δεν έχουν τίποτα να μου πουν κι όμως μου λένε. Και τότε τρομάζω.
Παίρνω ένα από τα χάπια μου και ξαπλώνω για να μη σκέφτομαι. Και ο ύπνος έρχεται και με αγκαλιάζει γλυκά. Και καμία σκέψη δε μπορεί να με τρομάξει και κανένας εφιάλτης δε μπορεί να με ξυπνήσει. Μέχρι ο ήλιος να ανατείλει και να φωτίσει τις πληγές μου ξανά. Μέχρι να τις γεμίσει αλάτι, να με πονέσει.
Κείνο που με θλίβει πιότερο από όλα δεν είναι το σήμερα. Είναι η προηγούμενη μέρα, οι προηγούμενες μέρες. Πέρασαν ανούσια σαν τους λεπτοδείκτες του ρολογιού την ώρα της δουλειάς. Και δεν έκανα τίποτα. Απλά τους κοίταζα. Κι εκείνοι έφευγαν. Ήθελα τόσα να κάνω και να πω και φοβήθηκα. Και ο φόβος φώλιασε στις γωνίες του μυαλού μου, έμεινε κλεισμένος στα μύχια της ψυχής Κι άρχισε να απλώνεται παντού σαν ιστός αράχνης σε ερειπωμένο υπόγειο. Κι έμεινε εκεί. Ποτέ του δεν έφυγε.
Μαζί και κείνο το παιδί, κείνο το ανώριμο παιδί που ήθελε να βγει να παίξει στην αλάνα και το βάραγε ο άπονος πατέρας. Το κλείδωσα στο υπόγειο. Γέμισε σκόνη σαν παλιό έπιπλο ξεχασμένο σε έρημο κτίριο. Και εκεί έμεινε. Συνήθισε τη σκόνη, αγάπησε τη μούχλα. Ίσως και τους ιστούς. Ήταν καλύτερα από το ξύλο.
Κάποιες φορές ήθελε να φύγει κρυφά από κείνο το δωμάτιο, να δει ένα όνειρο να ανατέλλει μια καλοκαιρινή νύχτα, να δει μια στείρα πραγματικότητα να δύει ένα κατακόκκινο αυγουστιάτικο πρωινό. Να το σκάσει από το υπόγειο και να κάνει κοπάνα από τη ζωή που του επέβαλαν, από τους τέσσερις τοίχους που εδώ και χρόνια πασχίζουν κάτι να του πουν. Όμως πλέον υπομένει, ανέχεται.
Τα ντουβάρια σαπίζουν, οι τοίχοι γεμίζουν μούχλα κι υγρασία. Δεν τολμάει να ζητήσει βοήθεια. Φοβάται. Κάθεται και παρατηρεί το χώρο γύρω του, μετράει τις πληγές στο κορμί του και περιμένει να δει τη σάρκα του να διαλύεται μέσα στα δόντια ενός ανούσιου χρόνου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου