Πόση αδιαφορία μπορεί άραγε να χωρέσει μέσα σε μια κενή τυπική φράση-και πόσο συναίσθημα; Πόσο κενή μπορεί να είναι μία πρόταση ή μια απάντηση; Και κυρίως πόση τάχα αδιαφορία μπορεί να χωρέσει η ψυχή του ανθρώπου; Άβυσσος είναι, ότι θέλει κάνει, θα σπεύσεις να μου απαντήσεις. Πες το ψέματα. Δε το θέλω, μα πρέπει να συμφωνήσω. Θαρρείς πως κάποτε τούτο με πλήγωνε, θαρρείς πως με πληγώνει ακόμα. Μα καθώς φέρνω στο νου το πόση αδιαφορία έχω νιώσει εγώ, θαρρείς πάλι πως φτάνουν δυο ζωές για να μου την ξεπληρώσουν. Μα και πάλι, όσο και να προσπαθώ να μου χρυσώσω το χάπι, τούτο δε λέει να κατέβει. Στέκεται εκεί στον οισοφάγο και μου καταπίνει το οξυγόνο. Άλλοτε πάει προς τα κάτω, έτοιμο να χωνευτεί μαζί με άλλα τόσα ανούσια και ουσιαστικά, κι άλλοτε στέκεται εκεί έτοιμο να με πνίξει. Κι αυτό και όλα εκείνα τα ανείπωτα λόγια που χε πει ο Τάσος, τα λόγια που δεν είπα εγώ και που δε θέλησα να ακούσω. Και δε ξέρω τι με θλίβει πιότερο από όλα. Το ότι μπορεί να αδίκησα, το ότι μπορεί να αδικήσω... ή μήπως τάχα κείνο το ανώριμο κακομαθημένο παιδί που εισέπραξε κάποτε, χθες, αύριο την αδιαφορία; "Δούναι και λαβείν", είναι η ζωή θα σκεφτώ και θα σε δικαιολογήσω κι απόψε. Μα θαρρείς και έχω την ανάγκη να δικαιολογήσω εσένα ή μήπως τον ανώριμο τάχα εαυτό μου;
Ανούσιες σκέψεις θα σκεφτώ και θα κοιτάξω τον πάτο. Πάτο μπουκαλιού, πάτο ποτηριού, μικρή σημασία έχει. Όταν θέλω να περιβάλλω τον εαυτό μου με μια δόση κουλτούρας για να υπομείνω περισσότερο τον συναισθηματικό μου ξεπεσμό, με παραλληλίζω με τον Μπουκόφσκι. Θαρρείς και νιώθω πως είμαι καλεσμένη του και ξαπλωμένη καθώς κείτομαι στο ντιβάνι σαν άλλος παλιόφιλος του λέω τα προβλήματά μου. Θαρρείς και έτσι πιωμένος όπως είναι κι εκείνος μπορεί τάχα να με καταλάβει. Θαρρείς και δε χρειάζεται να με καταλάβει. Και μόνο που με ακούει είναι αρκετό.
Μα αν τάχα μου 'ναι αρκετό, γιατί νιώθω την ανάγκη να σου μιλήσω κι απόψε;-θα 'ρθει μια δεύτερη σκέψη να βασανίσει το μυαλό μου. Απόψε θαρρείς πως βρήκα και δικαιολογία. Θαρρείς και κάτι σκαρφίστηκα για να σε πλησιάσω. Κι αύριο θα βρω. Και μεθαύριο. Και δεν είναι που τάχα σε θέλω ή μήπως σε νοιάζομαι, ούτε που κάπου μέσα μου νιώθω πως υπάρχεις. Είναι κείνο το γαμώτο, κείνο το γιατί όλων εκείνων των ξεπεσμένων εγωισμών, των άδοξων φινάλε. Όλων εκείνων των ατερμόνων σκέψεων που βασάνισαν κάποτε και χθες και σήμερα και αύριο, το μυαλό μου.
Και δεν έχω καταλήξει ακόμα, δε σου κρύβω, αν τελικά όντως νιώθω, αν ποτέ μου έστω ένιωσα...αν όλα αυτά που σκεφτόμαστε είναι συναισθήματα ή καρικατούρες για να ξεχνάει το μυαλό, να ξαποσταίνει όταν τάχα βρίσκεται παγιδευμένο από στείρες πραγματικότητες, ανίκανο να τις αντιμετωπίσει. Άλλες φορές πάλι σκέφτομαι πως αυτός είναι ο τρόπος μου να ταξιδεύω ή να βασανίζομαι. Τούτο το τελευταίο θαρρείς και είναι πειστικό για τα απαιτητικά αυτιά μου. Θαρρείς και το να παίρνω όλες τις ευθύνες, πάντοτε μου έδινε την αίσθηση της ικανοποίησης, θαρρείς και μου τόνωνε κάπως τον εγωισμό.
Μα τι σου λέω κι απόψε; Θαρρείς και με πίστεψες ποτέ σου; Θαρρείς και είχε τούτο ποτέ σημασία; Πάντοτε ήσουν εκεί. Πάντοτε θα είσαι. Κι εγώ απέναντί σου, πολύ δειλή να σε κοιτάξω, ανίκανη να βρω τις λέξεις. Ποτέ μου δε τις βρήκα, ποτέ δε θα το κάνω. Και έτσι θα συνεχίζει η ζωή μας. Γιατί "ο χρόνος έγινε για να κυλάει και οι έρωτες για να τελειώνουν". Και τίποτα από τα δύο δε γυρίζει πίσω, μαζί και οι λέξεις που είπες και δεν είπες, μαζί και οι στιγμές που έζησες και δεν έζησες, μαζί και οι εικόνες και πιότερο από όλα οι άνθρωποι. Γι' αυτό καληνύχτα θα πω κι απόψε, θα κατεβάσω το κεφάλι και θα συνεχίσω να περπατάω σε 'κείνο το γνώριμο σοκάκι που με έβγαλε κι απόψε τούτη μου η ζάλη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου