Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εικόνες που δημιουργούν προβληματισμούς. Μία μέρα μετά.


Ζώντας τα γεγονότα της 12ης Φεβρουαρίου 2012 από κοντά τα συναισθήματα που μου δημιουργήθηκαν ήταν ανάμεικτα και εντελώς συγκεχυμένα. Από τη μία με κυρίευσε συγκίνηση βλέποντας το πλήθος του κόσμου να έχει συσπειρωθεί, όλοι μαζί, ενωμένοι ενάντια σε μία διάταξη νόμου και σε μερικούς ατάλαντους πολιτικούς-τους οποίους το ίδιο πλήθος είχε άλλοτε ζητωκραυγάσει, από την άλλη απογοήτευση για την κατάληξη των πραγμάτων. Κείνο όμως που υπερνίκησε όλα τα άλλα ήταν οι αμφιβολίες και οι απορίες που μου δημιουργήθηκαν.
Σίγουρα, οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν το πιο απλό, που δεν είναι άλλο από τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής, από την υποδούλωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κάτι το οποίο θα γνωρίσουμε εναργέστερα βιώνοντας τις διατάξεις του νέου μνημονίου. Ωστόσο, πόσοι από όλους αυτούς έχουν συνειδητοποιήσει πως το πρόβλημα αυτό δεν έγκειται αποκλειστικά και μόνο στην οικονομική δυσπραγία του εκάστοτε πορτοφολιού; Πόσοι από όλους αυτούς ξέρουν πραγματικά ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να αγωνιστούν; Και κυρίως πόσοι από όλους αυτούς γνωρίζουν τι σημαίνει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια;
Λίγες ώρες μετά την βροχή καπνογόνων και μολότωφ, στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μία όξινη οσμή από τα χημικά και τις πύρινες εστίες που υπήρχαν σε διάσπαρτα σημεία στο κέντρο της Αθήνας. Το τοπίο θύμιζε κάτι από πεδίο πολεμικής σύρραξης και οι δρόμοι ήταν νεκροί από κόσμο. Μόνο κάτι πυροσβέστες βρίσκονταν διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία, μερικοί αστυνομικοί και μερικοί ιδιοκτήτες καταστημάτων που κοιτούσαν με υγρό το βλέμμα τις περιουσίες τους είτε να έχουν παραδοθεί στις φλόγες, είτε να έχουν υποστεί μεγάλες ζημίες από πέτρες, λοστούς και διάφορα άλλα συναφή πολεμοφόδια.  Ανάμεσα σε όλους αυτούς μπορούσες κάπου, κάπου να διακρίνεις μερικούς περίεργους-όπως εγώ- που πήγαν απλά για να δουν την καταστροφή που είχε προηγηθεί, αλλά και υπάλληλους του δήμου που τυλιγμένοι μέσα στις βρώμικες στολές της εργασίας τους προσπαθούσαν να συμμαζέψουν την κατάσταση για να μπορέσει αύριο να λειτουργήσει και πάλι το κέντρο. Και διερωτώμαι κάπου εδώ. Είναι άραγε αυτό σημάδι ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Είναι έστω σημάδι πως γνωρίζουμε το πρόβλημα αυτής εδώ της ψυχοραγούσας κοινωνίας;
Κάπου εδώ εύλογα θα αναρωτηθείς τι θα μπορούσα να κάνω όταν έβλεπα τους άλλους να σπάνε και να καίνε τις ανθρώπινες περιουσίες; Τι θα μπορούσα να κάνω όταν τα μάτια μου έτσουζαν από την αλλεπάλληλη ρίψη δακρυγόνων; Και έπειτα, τι με μέλει εμένα η περιουσία του άλλου ή ο κατάκοπος υπάλληλος του δήμου που θα μαζεύει τις πέτρες το βράδυ για να πάω το πρωί κύριος στη δουλειά μου;
Δε σου κρύβω πως κάποιες από τις άνωθεν σκέψεις τις έκανα και εγώ. Τι θα μπορούσα να κάνω για να συμβάλω με τη σειρά μου στο να μην καταστραφεί το κέντρο της Αθήνας, το αγαπημένο μου σημείο σε αυτή την πόλη που έχει φιλοξενήσει για άπειρες νύχτες και μέρες τους φιλοσοφικούς μου στοχασμούς σε διάφορους μοναχικούς περιπάτους; Καθώς φέρνω στο μυαλό μου τις εικόνες φρίκης που βίωσα νιώθω ένα κύμα απέχθειας να κυριεύει όλο μου το σώμα, νιώθω τη γεύση της αηδίας στο στόμα μου αναλογιζόμενη πως έμεινα αμέτοχη να κοιτάζω, πως αν μη τι άλλο δεν έκανα τίποτα για να περισώσω το αγαπημένο μου κέντρο. Βέβαια, θα μου πεις τι θα μπορούσα να κάνω; Δεν ξέρω. Τώρα, αρκετές ώρες μετά σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είχα χτυπήσει με ένα καδρόνι το κεφάλι του ψευτο-αναρχικού, ψευτο-εθνικιστή τη στιγμή που πήγαινε να πετάξει τη μολότωφ στο Αττικόν, θα μπορούσα έστω να τον είχα βρίσει. Θα μπορούσα... Σίγουρα δε θα είχα μείνει καθηλωμένη να τον κοιτάζω.
Σαφώς και καμία προσπάθεια δε θα μπορούσε να υπερνικήσει τα ζωώδη του ένστικτα αλλά εγώ θα ένιωθα λίγο καλύτερα ως άνθρωπος. Γιατί δε το έκανα; Γιατί προτίμησα να απέχω από όλο αυτό; Προσπαθώντας, ίσως, να δικαιολογήσω τον εαυτό μου θα πω πως απλά είμαι αντίθετη με τη βία. Ωστόσο, θεωρώ ότι τα κίνητρά μας είναι βαθύτερα και όλο αυτό συνδέεται με την κρίση ηθικών αξιών που διέρχεται η σημερινή κοινωνία. 
Σκεπτόμενη με καθαρότερο μυαλό όσα διαδραματίστηκαν στο κέντρο της Αθήνας, αναλογίζομαι πως σκεφτήκαμε για ακόμα μία φορά ωφελιμιστικά, πως αν μη τι άλλο αφήσαμε να καπηλευθούν κάποιοι την διαμαρτυρία μας, γιατί ουσιαστικά δεν ήμασταν αποφασισμένοι για τίποτα. Δεν έχουμε ακόμα πιστέψει πως το κέντρο της Αθήνας, ανήκει σε εμάς, πως ανήκει σε όλους, πως αναμφίβολα είναι ένα τμήμα από τις μίζερες καθημερινότητες μας γι' αυτό και το αφήσαμε να πέσει στα χέρια των άγνωστων-γνωστών που συνεχώς δημιουργούν τα επεισόδια.
Ωστόσο, κάπου εδώ έρχομαι, ίσως εύλογα να αναρωτηθώ. Άραγε αν σου έκαιγαν το σπίτι δε θα πήγαινες μπροστά τους για να διαμαρτυρηθείς, δεν  θα προσπαθούσες να το σώσεις; Ανεξάρτητα, από την απάντηση που θα δώσεις, εγώ πιστεύω πως θα το έκανες. Επομένως, γιατί αντιδράσαμε διαφορετικά όταν άρχισαν να εκδηλώνονται ζημιές στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως πώς τολμάμε να μιλάμε για αγώνα για τη διάσωση του κράτους όταν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιαστούμε γι' αυτό;
Πέρα από όλες αυτές τις υποθετικές μου προτάσεις, θα ήθελα να κάνω έναν παραλληλισμό. Ας μεταφέρουμε το χθεσινό σκηνικό στη διεθνή αρένα και ας βάλουμε στη θέση των εκάστοτε πιονιών διεθνείς δρώντες. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εσύ παραμένεις ο μίζερος άνθρωπος, ο αποκαμωμένος από τα δακρυγόνα που δεν μπορείς να δεις γιατί κάποιοι άλλοι φρόντισαν γι' αυτό, στη θέση των κάποιων άλλων, δηλαδή των αστυνομικών την κοινοβουλευτική αρχή και στη θέση των καταστροφέων εξωγενείς διεθνείς δρώντες. Ίσως το παράδειγμα μου φαντάζει απλοϊκό, ίσως να είναι και άστοχο, αλλά έτσι όπως τα χω στο μυαλό μου κάπως έτσι πάει η αντιστοιχία. Επομένως, μήπως δεν είσαι έτοιμος να αγωνιστείς, όταν θεωρητικά δε μπορείς να δεις τίποτα τυφλωμένος από τα καπνογόνα όπου στο συγκεκριμένο παράδειγμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την άγνοια και την εκκωφαντική βουή του πλήθους που σε παρασύρει μέσα της; Και έπειτα, πώς υποστηρίζεις πως είσαι διατεθειμένος να θυσιαστείς για κάποια ιδανικά, όταν επαναπαύεσαι στην θολούρα που σου προκάλεσε το καπνογόνο, εγκαταλείπεις και δεν μάχεσαι για να δεις πέρα από αυτό;
Μήπως, τελικά το πρόβλημα αυτής της χώρας και των ανθρώπων που την αποτελούν είναι το γεγονός ότι μάθαμε να εγκαταλείπουμε πολύ εύκολα τις δυσκολίες και να παραμένουμε φοβισμένοι ωχαδερφιστές που περιμένουν κάποιον μυθικό υπερήρωα να τους σώσει; Και έπειτα, αξίζουμε άραγε μία καλύτερη καθημερινότητα, όταν εμείς οι ίδιοι δεν κάνουμε τίποτα για να την αποκτήσουμε κυριευμένοι από τον πιο μεγάλο μας φόβο;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι