Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2014

"Τ' ανείπωτα"

Αναζητώντας σε για ακόμα ένα βράδυ σε σκορπισμένες φωτογραφίες παγιδευμένες στην οθόνη του υπολογιστή μου και κοιτάζοντας τις τελευταίες σου δημοσιεύσεις σε κάποιο προσφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης, προσπαθούσα να καταλάβω, όλα εκείνα που η ρεαλιστική σκέψη μου είχε καταφέρει να βάλει στο μυαλό. Να ξέρεις, πως τάχα δεν είσαι ο ίδιος, πως δεν είμαι η ίδια, πως οι άνθρωποι αλλάζουν. Πώς δεν έχει νόημα να σκέφτομαι ποιο θα ήταν το τέλος μιας ιστορίας από τη στιγμή που οι δύο ήρωες της δεν υπάρχουν πια. Ξέρεις, δικαιολογίες για να πείσω τον εαυτό μου να  μη σκέφτεται όσα δε μπόρεσε ποτέ να σου πει. Δικαιολογίες για να καταφέρω να με πείσω πως πρέπει να σε δω κάπως αλλιώς... φιλικά, αδιάφορα... αλλιώς, δε ξέρω, αυτά τα λέει ο εγωισμός. Κάθεται απέναντι μου με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι και ένα τσιγάρο prince μαλακό τράκα από κάποιο δικό σου πακέτο και με κοροϊδεύει μπλεγμένη καθώς βρίσκομαι μέσα στα διλήμματα μου. Και βασικά, δεν είναι τόσο το δίλημμα. Βαθιά μέσα μου έχω καταλήξει. Τα

"A selfishness away from Valhalla"

Καθώς γύριζα χθες το χάραμα σπίτι, ένιωσα την ανάγκη να σε πάρω τηλέφωνο να σου μιλήσω. Ήθελα τόσο πολύ να σου μιλήσω για μένα, να με μάθεις. Εμένα, τα θέλω, τα πρέπει μου, τα όνειρα, τις ανασφάλειες, τις διαστροφές μου-αλήθεια, έχω μπόλικες από δαύτες..κι εσένα κάπου εδώ πρέπει να σε έχω ακουμπήσει, θυμάμαι. Όλα εκείνα που είμαι και δεν είμαι, που βρίσκονται μετέωρα κάπου στη μέση για να με περιγράψουν και για να περιγραφούν. Όλες εκείνες τις λέξεις και τα συναισθήματα. Κομμάτια που ενώνονται και άλλοτε σχηματίζουν εμένα, άλλοτε όσα θα 'θελα να είμαι εγώ και άλλοτε όσα ποτέ δε κατόρθωσα να φτάσω. Λες και ποτέ με ρώτησες, λες και ποτέ θέλησες πραγματικά να μάθεις, λες και εγώ θα νιώσω καλύτερα άμα σου ανοιχτώ. Θαρρείς πια και δε θέλω, πως ας πούμε κουράστηκα ή βαρέθηκα. Μπα όχι. Τίποτα από τα δύο. Αλλά να... Είναι που ποτέ σου δε θα καταλάβεις. Οι άνθρωποι μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο εκείνα που άπτονται της πραγματικότητας, έτσι όπως την έχουμε πλάσει. Με τους άγραφους εκείνο

"Νάρκης του άλγους δοκιμές..."

Η ώρα είναι περασμένες εννιά. Πλησιάζει βράδυ Τετάρτης. Την Παρασκευή δίνω μάθημα. Αδιάφορο; Όχι. Ίσα, ίσα. Απλά η υπερένταση δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ. Κάτι εσύ, κάτι το μάθημα που πέρασα, εκείνο το μάθημα που επιτέλους πέρασα. Ναι το πέρασα, αλήθεια. Θυμάσαι που σου μίλησα για το άγχος μου; Μου είχαν κοπεί τα πόδια. ...κάτι το γεγονός ότι όποτε σε κοιτάζω βρίσκομαι μπλεγμένος μην μπορώντας να δώσω εξηγήσεις στον εαυτό μου. Ξέρεις από εκείνες τις κανονικές, όχι εκείνες με τις υποσημειώσεις. Είναι και το βλέμμα σου που με καταδικάζει. Τι να σου εξηγώ τώρα κι εσένα έτσι όπως τα κάναμε πάλι; Σα να βρίσκομαι υπόλογος, κάτι τέτοιο φαντάσου. Σου θυμώνω. Τα βάζω με σένα λες και έχεις κάνει κάτι. Σαν παιδί σε κοιτάζω και σε βάζω τιμωρία στη γωνία. Μαζί και όλες σου τις σκέψεις, μαζί και όλα εκείνα που θέλω να ξορκίσω, δαίμονες, εικόνες και συναισθήματα, υπαρκτά και φανταστικά-φύγε επιτέλους. Υπαρκτά. Κάθε σκέψη που κάνουμε, κάθε συναίσθημα που νιώθουμε, είναι πιο υπαρκτό από κάθε αδιάφο

Η υποταγή του ναρκισσισμού.

Και εκεί που έχεις κοπεί σε μάθημα που διάβαζες μία ολόκληρη εβδομάδα, σε μάθημα που ξέρεις ακόμα και τις τελείες στο βιβλίο και θες να μπήξεις τα κλάματα γι’ αυτό, κάτι ο εγωισμός σου απέναντι στην υπερφίαλη και αλαζονική καθηγήτρια, κάτι το γεγονός ότι πολύ-αξία-της-έδωσες-κι-αυτής, προσπαθείς να στρέψεις το ενδιαφέρον σου αλλού. Ταξίδια που σκάρωνε το μυαλό από καιρό, με μια φαντασία λάγνα, έρχονται στη θύμηση για να το πλανέψουν, να το ξαλαφρώσουν για λίγο. Εικόνες, στιγμές. Και κάπου μέσα σε όλο τούτο το συρφετό από παραισθήσεις και εκείνος.  Εκείνος ο κάποιος που να μπορεί να σου προσφέρει λίγη ουσιαστική αμφισβήτηση τώρα που άρχισες να σιχαίνεσαι την ανούσια σιγουριά σου. Εκείνος ο  ανεκμυστήρευτος πόθος. Ο πόθος που παλεύεις να δημιουργήσεις για να νιώθεις την ύπαρξη κάποιου στο χώρο, για να νιώσεις πάνω από όλα αισθητή τη δική σου ύπαρξη. Ανασφάλεια; Αναμφίβολα. Και ο εαυτός σου; Ειδικά αυτός. Χαμένος σε σκέψεις και ονειροπωλήσεις, για ακόμα μία φορά σε προδίδει διχασμένος

40 χρόνια έφηβοι.

Δεδομένων των πολιτικών εξελίξεων στην χώρα τις τελευταίες μέρες, περίμενα ακόμα και εγώ η ίδια από τον εαυτό μου να σχολιάσει κάτι. Να μου έρθει να γράψω ένα κατεβατό στο οποίο να εκφράσω τις απόψεις μου. Είτε για τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται, είτε για κοινωνιολογικές παρατηρήσεις που έκανα, για κάτι τελοσπάντων. Δε ξέρω γιατί δε το έκανα. Θαρρείς και με τσάντισε τόσο η νέα γενιά και ο αφιονισμός της που έψαχνα που θα μεταναστεύσω. Θαρρείς η εσωτερική κρίση που έφερε εθνικό διχασμό με έκανε να νιώσω αποθαρρυμένη για το μέλλον της χώρας, του ανθρώπινου είδους. Θαρρείς η συνειδητή μου αδιαφορία για κάποια από τα πολιτικά παιχνίδια και τεκταινόμενα στη χώρα. Θαρρείς πως δεν είναι αδιαφορία, θαρρείς πως είναι τάχα απογοήτευση. Κάτι από όλα ή και όλα μαζί. Δε ξέρω. Το μόνο που μπορεί να υποστηρίξει κανείς δίχως άλλο είναι πως σε ένα λαό ο οποίος με το ζόρι καταφέρνει να έχει μια αξιοπρεπή διαβίωση, είναι λίγο τραγική ειρωνεία να κάνει κανείς λόγο για πνευματικό επίπεδο και μόρφω

Ερωτευμένος με τη χυδαιότητα.

Και ενώ έχεις μια τεράστια συναισθηματική σύγχυση την οποία αποφασίζεις να παραμερίσεις και να βγεις σκάει ελεγκτής στο μετρό. Μαζί με μπάτσο. Και να μη ξέρεις αν το χειρότερο είναι τόσο αυτό όσο το γεγονός ότι μισείς την εκκωφαντικά άδεια σου ύπαρξη. Αλήθεια, δε ξέρω αν το 'χεις νιώσει ποτέ. Να σου δίνουν επιταγές χωρίς αντίκρυσμα. Πόσο ηλίθιος είσαι δικέ μου;  Λες και ο μπάτσος μπορεί να σε κάνει να νιώσεις χειρότερα. Τη δουλειά του κάνει. Και ο ελεγκτής. Και οι δύο θα παραμείνουν στη θέση τους χωρίς ενδεχόμενα ανέλιξης, ενώ εσύ αγωνίζεσαι για λίγη στείρα μόρφωση σε ένα σάπιο σύστημα που παραπαίει. Θα στερηθείς το φαΐ δύο μέρες. Ποιος χέστηκε; Αφού έτσι είναι το κοινωνικό κράτος πρόνοιας θα το δεχτούμε. Θα κατεβάσουμε το κεφάλι για ακόμα μία φορά. Και δεν είναι τόσο ο μπάτσος, μήτε ο ελεγκτής. Λες και μου έφταιξαν σε τίποτα. Λες και όλες μου οι ανησυχίες γυρίζουν γύρω από αυτούς. Θα ήθελαν. Πολύ θα το ήθελαν τα ανθρωποειδή. Βασανισμένο το μυαλό κι ακόμα ένα βράδυ, κάπου ανά

Κάτι να γυαλίζει...

Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό. είπε ο μικρός πρίγκιπας για να μη το ξεχάσει. Και δε το έκανε. Γύρισε πίσω στο τριαντάφυλλό του. Ήταν μικρός; Ήταν πρίγκιπας; Ήταν παραμύθι; Απείκασμα μιας τάχα κάποιας ζωηρής φαντασίας; Ποιος ξέρει; Ποτέ δε θα τον βρούμε να μας λύσει τις απορίες. Τι γίνεται με όλους εμάς τους κοινούς θνητούς, όμως; Έχουμε τάχα τριαντάφυλλα; Ξέρουμε τι πραγματικά έχει αξία; Ξέρουμε για ποια πράγματα πρέπει να θυσιάσουμε κάτι και για ποια όχι; Και κυρίως ποιοι είναι σημαντικοί και ποιοι όχι; Όσον αφορά τις φιλίες μου ξέρεις, πάντοτε ήταν μακροχρόνιες. Βαριόμουν να αλλάζω φίλους. Και όχι μόνο επειδή οι παλιοί ήμουν σίγουρη ότι άξιζαν, αλλά επειδή θεωρούσα κουραστικό το να κάτσω να ασχοληθώ να μάθω καινούριους. Ωστόσο, πέρασαν πολλά άτομα από τη ζωή μου. Και δε σου κρύβω πως κάπου μέσα μου θρηνώ το χρόνο που δαπάνησα να τα μάθω. Και πληγώθηκα. Γέμισα τετράδια και σχολικές τσάντες με ονόματα και best friends forever και

The immaturity of being mature.

Η ώρα είναι περασμένες έξι το πρωί. Μα εγώ δε μπορώ να κοιμηθώ. Θαρρείς και δε βρίσκω το λόγο. Θαρρείς πως τάχα χρησιμοποιώ εκείνη τη μικρούλα αφορμή πως δήθεν έχω μάθημα το πρωί για να 'χω εύκαιρη την πρόφαση να πω πως δε νυστάζω. Κι άλλωστε, θα μου πεις αν δεν είναι αυτό, τότε τι είναι; Κι έπειτα γιατί κάθισα μέχρι τούτη την ώρα; Διάβαζα, θα πεις. Έβλεπα τηλεόραση, θα προσπαθήσεις να συμπληρώσεις. Μα τίποτα, όσο ευφάνταστο και να είναι δε θα σε αντιπροσωπεύει. Τίποτα ή και όλα. Όλα ή και τίποτα. Σα κουρελιάρα πόρνη  η σκέψη ξεδιπλώνεται γυμνή και σε κοιτάζει σαρκαστικά. "Μπράβο σου, δικέ μου", θα πει χλευάζοντας σε, καθώς θα αναμασήσει την ήδη χιλιομασημένη τσίχλα της. Τούτη η εικόνα θαρρείς είναι σαγηνευτικά αποκρουστική που αρκεί για να σε βασανίσει. Και ξέρεις δεν είναι που τάχα δε ξέρω από που να αρχίσω. Είναι που ξέρω που καταλήγω. Και τούτο με τρομάζει. Ίσως επειδή είναι η πρώτη φορά που καταλήγω κάπου, ίσως επειδή έχω ταυτίσει την κατάληξη... να ξέρεις, με κά

The biggest fear of the big bad wolf.

Δεν είναι τάχα εκείνες οι μικρές σου ιστορίες και οι μεγάλες σου ερωμένες που σε έκαναν να τις ερωτεύεσαι. Είσαι εσύ. Εσύ που ολοένα θες να τους μοιάσεις, έτσι αγέρωχες καθώς δείχνουν μέσα στα σημεία των καιρών. Δεν είναι εκείνη. Μήτε το βλέμμα της. Μήτε η άλλη. Άδοξες και δοξασμένες ιστορίες να έχεις να διηγείσαι όταν χτυπάνε οι ανασφάλειες. Η μία δε σου έκανε γιατί. Την άλλη την αγάπησες γιατί. Σε πρόδωσε γιατί. Έφυγες γιατί. Έφυγε γιατί. Έφυγε. Έφυγες. Γιατί; Ήταν γραφτό. Θα πεις.  Οφθαλμαπάτες του μυαλού. Φρούδες ελπίδες και σκάρτες σκέψεις. Ανούσιες, εικόνες, κενές από συναίσθημα. Και όλα να γίνονται απλά για να καλύψεις ένα υπαρξιακό κενό. Όσο περισσότερα πράγματα μαθαίνει ο άνθρωπος, τόσο μεγαλώνει η ανασφάλεια για το μίζερο υπαρξιακό εγώ του, έλεγε αδιάφορα σχεδόν ο παππούς κάποιο βράδυ πλάι στη σόμπα παίζοντας με τις χάντρες από το κομπολόι του. "Αρχίδια"¨, σκεφτόσουν. Εγώ θέλω να μάθω τα πάντα. Θέλω να ξέρω πως σκατά δουλεύει αυτός ο κόσμος. Να μάθω, να διαβάσω,

Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι...

Πόση αδιαφορία μπορεί άραγε να χωρέσει μέσα σε μια κενή τυπική φράση-και πόσο συναίσθημα; Πόσο κενή μπορεί να είναι μία πρόταση ή μια απάντηση; Και κυρίως πόση τάχα αδιαφορία μπορεί να χωρέσει η ψυχή του ανθρώπου; Άβυσσος είναι, ότι θέλει κάνει, θα σπεύσεις να μου απαντήσεις. Πες το ψέματα. Δε το θέλω, μα πρέπει να συμφωνήσω. Θαρρείς πως κάποτε τούτο με πλήγωνε, θαρρείς πως με πληγώνει ακόμα. Μα καθώς φέρνω στο νου το πόση αδιαφορία έχω νιώσει εγώ, θαρρείς πάλι πως φτάνουν δυο ζωές για να μου την ξεπληρώσουν. Μα και πάλι, όσο και να προσπαθώ να μου χρυσώσω το χάπι, τούτο δε λέει να κατέβει. Στέκεται εκεί στον οισοφάγο και μου καταπίνει το οξυγόνο. Άλλοτε πάει προς τα κάτω, έτοιμο να χωνευτεί μαζί με άλλα τόσα ανούσια και ουσιαστικά, κι άλλοτε στέκεται εκεί έτοιμο να με πνίξει. Κι αυτό και όλα εκείνα τα ανείπωτα λόγια που χε πει ο Τάσος, τα λόγια που δεν είπα εγώ και που δε θέλησα να ακούσω. Και δε ξέρω τι με θλίβει πιότερο από όλα. Το ότι μπορεί να αδίκησα, το ότι μπορεί να αδικήσω..

Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση...

Αυτό το φεγγάρι έχει πάρει πολύ κόσμο στο λαιμό του. Και η συνήθεια....Αλλά γι' αυτήν σου 'χω μιλήσει τόσες και τόσες φορές. Φτάνει πια. Μη σε ζαλίζω άλλο με δαύτη. Το φεγγάρι, λοιπόν... Θυμάμαι κάποτε που μου 'χες διαβάσει εκείνο το ποίημα του Ρίτσου. Θαρρείς πως το λέγανε;  Σονάτα... είχε ένα γνώριμο τίτλο θυμάμαι, κάτι από Μπετόβεν.. Θαρρείς πάλι να 'χει σημασία;  Όταν κείνη η κουκκίδα ανάβει, όλα τα άλλα μοιάζουν τόσο μικρά, τόσο ανούσια. Χάνονται νομίζεις μέσα στην τόση τους ανασφάλεια, πνίγονται μέσα σε μια στάλα από θολά νερά, κρύβονται στην ομίχλη ενός τσιγάρου προδομένα από 'κείνο τους το ματαιόδοξο όνειρο να 'ναι πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Όλα 'κείνα τα μικρά και τα μεγάλα και τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα. Ασύμμετρα μεγέθη για να ταξινομείς πράγματα, καταστάσεις και ανθρώπους-ναι και ανθρώπους, λέω- στη ζωή σου. Κι όταν τάχα έρθει το σκάρτο εκείνο πλήρωμα του χρόνου για ξεσκαρτάρισμα να μη μπορείς να τα συμμαζέψεις. Πάντα να θες παραπά

Γράμμα δίχως παραλήπτη.

Ακόμα και τώρα δε σου κρύβω, κείνο που τάχα θαρρείς με πείραξε, είναι εκείνη η συνάντηση που αρνήθηκες, η ευκαιρία που δεν έδωσες. Ποτέ σου δεν κατάλαβες. Ποτέ δε θα καταλάβεις. Και δεν είναι που δεν με ένιωσες, όχι, όχι αυτό δε θα με έθλιβε τόσο. Είναι το γαμώτο που δεν ήσουν ποτέ διατεθειμένη να πάρεις εκείνα που ήμουν διατεθειμένος να δώσω. Κείνα που θαρρείς τώρα βλέπω πως τα 'χεις ανάγκη, πως τα ζητιανεύεις. Και πια κανένα νόημα δεν έχει, το ξέρω. Μήτε να είμαι επικριτικός μαζί σου, μήτε μαζί μου, μήτε ακόμα και να σε φέρνω στη θύμηση. "Το μόνο καλό με το παρελθόν είναι ότι είναι παρελθόν", είπε ο Wilde. Και εγώ το έχω εμπεδώσει αυτό πια. Μήτε συγχωροχάρτια ζητάω, μήτε είμαι διατεθειμένος να δώσω. Απλά κάπου μέσα μου ίσως σε νοιάζομαι, ίσως υπάρχεις. "Σκατά" θα φωνάζει το κεφάλι. "Τι τα θες και ανακατεύεσαι; Μια χαρά δεν είναι η δική σου ζωή;" θα συνεχίσει να μου απευθύνει το λόγο επικριτικό. Ο καθρέφτης παίζει να μου ρίξει και κάνα δυο χλέπες

H μάταιη αναζήτηση του έρωτα.

Κάποιες βραδιές σα και τούτη νιώθω το μυαλό μου να τρέχει και να μη μπορώ να το πιάσω. Μάταιες ονειροπολήσεις. Ανούσιες και κενές ματαιότητες ενός ξεπεσμένου ονειροπόλου, θα πεις. Ταξιδιάρικες περιπλανήσεις ενός ζητιάνου, ενός κουρελιάρη χωρίς λόγο ύπαρξης. Μικρές στιγμές για να ναρκώνεις το κεφάλι σου, για να ξεχνάς, μα πολύ περισσότερο για να ξεχνιέσαι. Δε ξέρεις τι θες. Ξέρεις τι δε θες. Κρατούμενα. Ζητούμενα. Αλγόριθμοι. Σκάρτοι αριθμοί που δε μπόρεσα ποτέ μου να τους καταλάβω. -Και μια εις άτοπον απαγωγή να βαραίνει το κεφάλι μου. Και όλα όσα καταλαβαίνεις να μην μπορούν να συμβαδίσουν με τη λογική τους. Κομπλεξισμοί και αναγκαιότητες. Και μια βαβούρα να σου ζαλίζει το κεφάλι. Δε ξέρεις από που έρχεται, δε ξέρεις μήτε που θα καταλήξει. Σε βασανίζει όμως και αυτό είναι αρκετό για να ασχολείσαι μαζί της. Μια φρούδα αυταπάτη ξεπεσμένη να σου τονώνει εκείνη την τελευταία ανήθικη σκάρτη ονειροπόληση. Μια ανόητη σκέψη που πέρασε σαν πλανεύτρα παλλακίδα από το μυαλό σου και μέσα στη