Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

H μάταιη αναζήτηση του έρωτα.

Κάποιες βραδιές σα και τούτη νιώθω το μυαλό μου να τρέχει και να μη μπορώ να το πιάσω. Μάταιες ονειροπολήσεις. Ανούσιες και κενές ματαιότητες ενός ξεπεσμένου ονειροπόλου, θα πεις. Ταξιδιάρικες περιπλανήσεις ενός ζητιάνου, ενός κουρελιάρη χωρίς λόγο ύπαρξης. Μικρές στιγμές για να ναρκώνεις το κεφάλι σου, για να ξεχνάς, μα πολύ περισσότερο για να ξεχνιέσαι. Δε ξέρεις τι θες. Ξέρεις τι δε θες. Κρατούμενα. Ζητούμενα. Αλγόριθμοι. Σκάρτοι αριθμοί που δε μπόρεσα ποτέ μου να τους καταλάβω. -Και μια εις άτοπον απαγωγή να βαραίνει το κεφάλι μου.
Και όλα όσα καταλαβαίνεις να μην μπορούν να συμβαδίσουν με τη λογική τους. Κομπλεξισμοί και αναγκαιότητες. Και μια βαβούρα να σου ζαλίζει το κεφάλι. Δε ξέρεις από που έρχεται, δε ξέρεις μήτε που θα καταλήξει. Σε βασανίζει όμως και αυτό είναι αρκετό για να ασχολείσαι μαζί της. Μια φρούδα αυταπάτη ξεπεσμένη να σου τονώνει εκείνη την τελευταία ανήθικη σκάρτη ονειροπόληση. Μια ανόητη σκέψη που πέρασε σαν πλανεύτρα παλλακίδα από το μυαλό σου και μέσα στη σαγήνη καθώς ήταν το μάγεψε. Μια μούσα, μια σειρήνα, μια ηλίθια τάχα σκέψη που ήρθε εκεί και μπαστακώθηκε να βασανίζει τις νύχτες και τις μέρες σου. 
Κι εσύ ανήμπορος γυμνός απέναντί της να την αφήνεις να παίζει με το μυαλό σου. Να μην αντιδράς. Άλλοτε να τη φοβάσαι και άλλοτε να θες να την πλησιάσεις. Να την βλέπεις να γδύνεται κι εκείνη σιγά σιγά και να σου αποκαλύπτεται. Κι ύστερα να ντύνεται και να φεύγει. Να φεύγει. Λίγο πριν την αγγίξεις, λίγο πριν της δοθείς. Να νιώθεις τόσο αδύναμος μπροστά της κι όμως να τη γουστάρεις. Να νιώθεις να σε χλευάζει, να παίζει μαζί σου, τούτο το μυστήριο, το ανεξερεύνητο πλάσμα.
Μήπως βέβαια θα μου πεις τούτο δεν είναι που πλανεύει το ανθρώπινο μυαλό;  
Το απλησίαστο και το απ' αλλού φερμένο το γουστάρει ο άνθρωπος. Το παιχνίδι του μυαλού τον ιντριγκάρει. Και είναι εκείνο που σε κάνει να ξενυχτάς. Μήτε ο έρωτας, μήτε η καψούρα φιλαράκο. Το μυαλό είναι. Το μυαλό και εκείνη η έντονη ανάγκη να ξαποστάσει για λίγο. Όχι από την αβεβαιότητα. Αυτή σπάνια τη βαριέται. Τη βεβαιότητα όμως τη μισεί. Σπάει σε κομμάτια καθώς νιώθει να διαβρώνεται, να σταματά να λειτουργεί. Και τότε επιμένει. Επιμένει ξανά να σε σπρώξει στο μεγαλύτερό σου λάθος-κάθε φορά. Στην πιο μεγάλη τάχα αβεβαιότητα. Κι εσύ ξέρεις ότι είναι λάθος. Φτύνεις τη φάτσα σου καθώς την κοιτάς πολύχρωμη στον καθρέφτη. Μα όταν πάλι δεις εκείνον να σου χαμογελά τίποτα δεν έχει νόημα. Καμία ηθική δε χωράει μέσα στο αδηφάγο του βλέμμα. Ποτέ κάτι το τόσο συμβατικό δε μπόρεσε να χωρέσει μέσα σε κάτι τόσο απέραντο. Και ποτέ κάτι μεγάλο δεν γεννήθηκε από τα σπάργανα της λογικής.
Άλλο πράγμα πάλι η λογική. Η λογική του. Ποτέ δε τη γούσταρα. Πάντοτε, όμως, τηνε θαύμαζα. Έμοιαζε να φαίνεται λες και είναι κάτι τόσο δικό του, τόσο χαρακτηριστικό. -Σα τον τρόπο που πίνω τον καφέ μου τα πρωινά. Πάντα γλυκό, πάντα μόνη.- Όλη η λογική και η ηθική, στην πιο παράλογη και ανήθικη φαντασίωση μου. Άρρωστο, το ξέρω. Γι' αυτό και κάθομαι και ξαγρυπνώ κι απόψε. Θαρρείς και το ελέγχω πια; Σα νικημένος πολεμιστής γυρεύω να μαζέψω τα συντρίμμια μου. Ψάχνω σκόρπιες δικαιολογίες για να νικήσω το παιχνίδι τούτο που το ανώριμο τάχα μυαλό μου σκαρφίστηκε πάλι.
Και δεν είναι ο ύπνος που χάνω τα βράδια. Μήτε η έγνοια να νικήσω αυτή μου την επιθυμία. Είναι κείνη η τόση αγωνία μέχρι την κάθε επόμενη συνάντηση-κάθε πρώτη φορά που τον γνωρίζω. Κάθε φορά πρώτη φορά που τάχα θαρρώ πως τον μαθαίνω. Κάθε φορά που εγώ τον πλησιάζω κι εκείνος χάνεται. Κάθε φορά που παίρνει κι αλλιώτικη μορφή, λες και περιπαίζει το ανόητο μυαλό μου.-Μη φεύγεις κι απόψε. Μπορώ να σου μιλήσω και για άλλα άσχετα πράγματα, φτάνει μόνο να χαμογελάς.


"Περισσότερο ερωτευόμαστε τον ίδιο τον πόθο, παρά το αντικείμενό του."-Irvin Yalom

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι