Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

The immaturity of being mature.

Η ώρα είναι περασμένες έξι το πρωί. Μα εγώ δε μπορώ να κοιμηθώ. Θαρρείς και δε βρίσκω το λόγο. Θαρρείς πως τάχα χρησιμοποιώ εκείνη τη μικρούλα αφορμή πως δήθεν έχω μάθημα το πρωί για να 'χω εύκαιρη την πρόφαση να πω πως δε νυστάζω. Κι άλλωστε, θα μου πεις αν δεν είναι αυτό, τότε τι είναι; Κι έπειτα γιατί κάθισα μέχρι τούτη την ώρα; Διάβαζα, θα πεις. Έβλεπα τηλεόραση, θα προσπαθήσεις να συμπληρώσεις. Μα τίποτα, όσο ευφάνταστο και να είναι δε θα σε αντιπροσωπεύει. Τίποτα ή και όλα. Όλα ή και τίποτα.
Σα κουρελιάρα πόρνη  η σκέψη ξεδιπλώνεται γυμνή και σε κοιτάζει σαρκαστικά. "Μπράβο σου, δικέ μου", θα πει χλευάζοντας σε, καθώς θα αναμασήσει την ήδη χιλιομασημένη τσίχλα της. Τούτη η εικόνα θαρρείς είναι σαγηνευτικά αποκρουστική που αρκεί για να σε βασανίσει. Και ξέρεις δεν είναι που τάχα δε ξέρω από που να αρχίσω. Είναι που ξέρω που καταλήγω. Και τούτο με τρομάζει. Ίσως επειδή είναι η πρώτη φορά που καταλήγω κάπου, ίσως επειδή έχω ταυτίσει την κατάληξη... να ξέρεις, με κάτι άσχημο, με την παρακμή ας πούμε. Πάντοτε θεωρούσα την πίστη σε κάτι βλαβερή. Θαρρείς και η πίστη είναι το σαράκι που σιγοτρώει τις ψυχές μας, το ηλίθιο εκείνο μολυσμένο βακτήριο που εισχωρεί στη σκέψη και της φέρνει σήψη. Ξέρεις εκείνο το πράσινο αηδιαστικό υγρό. Σα μούχλα φαντάσου το. Άλλοτε από έρωτα, άλλοτε από την μίζερη παρακμή της σιγουριάς, της άγνοιας-ναι της άγνοιας, πάνω από όλα της άγνοιας- και άλλοτε από συνήθεια. 
Και δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο σε αυτό. Θαρρείς πως έχει κάποια αηδιαστικά ελκυστική γοητεία μέσα του, έτσι όπως ακούγεται. Να ξέρεις, ο έρωτας, τόσα και τόσα έχουν γραφεί για εκείνον, θα πρέπει να είναι συναρπαστικό να τον ζεις. Η σιγουριά, είναι εκείνη η γαλήνια δύναμη που ακολουθεί και έπεται κατά σειρά η συνήθεια. Η άγνοια πάλι. Είναι κι αυτή μέρος του έρωτα. Είναι το συναίσθημα εκείνο που νιώθεις όταν είσαι ερωτευμένος. Το συναίσθημα που επιλέγεις στη συνέχεια-όταν πια έχεις ξεθυμάνει όλο σου το θάρρος στη μάχη με τον έρωτα. Θαρρείς πως και τα τέσσερα συναισθήματα γεννούν και γεννιούνται από καταστάσεις. Θαρρείς πως είχε δίκιο ο μπαμπάς που έλεγε πως κάθε συναίσθημα ισοδυναμεί με μια ηλικία. Και τέλος θαρρείς πως όλα τα 'χουμε ανάγκη για να νιώσουμε την πληρότητα. 
Ωστόσο, πότε είμαστε πλήρεις; Πότε πραγματικά μπορούμε να αφήσουμε τον έρωτα να γίνει όλα τα παραπάνω; Και έπειτα, τι γίνεται όταν έχουμε φτάσει σε αυτή τη μαγική συνήθεια, αλλά θέλουμε να το πάρουμε πάλι από την αρχή; Είναι τάχα ένας κάποιος εθισμός στον έρωτα ή μήπως απλά η "φθοροποιός επίδραση του χρόνου" που τάχα καταριόταν κάποιο βράδυ ζαλισμένος ο Καβάφης;
Κι έπειτα, η πίστη υποδηλώνει άγνοια, θα έρθει ένα τερατάκι να τριβελίσει το κεφάλι μου. Άγνοια. Άγνοια σου λέω. Τέτοια είναι η πεποίθηση θαρρείς που με ανάθρεψε που δε την αντέχω την άγνοια. Θρησκείες, ιδεολογίες, πεποιθήσεις. Αλαβάστρινες εικόνες, αψεγάδιαστες, που βιάστηκαν να καταρρίψουν οι άνθρωποι με τα θυμώδη ένστικτά τους, που βιάστηκαν να τις γεμίσουν ψεγάδια. Σχεδόν όσο γρήγορα τις ασπάστηκαν. "Κάθε θρησκεία γεννιέται για να πεθάνει μια μέρα, σα μια μεγάλη του κόσμου ανοησία." Έπειτα, πως μπορεί κάποιος να δηλώνει πιστός σε κάτι; Είναι σαν να εθελοτυφλεί σε όλα τα υπόλοιπα. 
Κι έπειτα πάλι, μήπως δεν είναι ένας ακόμα άρρωστος εθισμός και η πίστη; "Πίστευε και μη, ερεύνα", λέω. Ακόμα κι αν τάχα η θρησκεία δεν είχε ποτέ της τούτο το μότο, εγώ πάντα εκεί το γούσταρα το κόμμα. Κι έκανα λάθη. Κι έφαγα τα μούτρα μου. Ειδικά τούτο το τελευταίο, όχι και λίγες φορές. Αλλά αν δεν πέσεις, αν δεν φας τα μούτρα σου σαν έφηβος πιτσιρικάς στο ποδόσφαιρο πώς θα ωριμάσεις τάχα για να προσέχεις; Πώς θα αποδεχθείς μεγαλώνοντας όλα εκείνα τα μυστικά που προσπάθησε ο πατέρας σου να σου μάθει; Κι έπειτα, ποιος σου λέει ότι πρέπει να τα αποδεχθείς; Είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, θα σκεφτείς. Και αμέσως θα αναθεωρήσεις αποχαιρετώντας την τελευταία τούτη σκέψη. 
Ποιος καθορίζει ποια είναι η φυσική ροή των πραγμάτων; Η συνήθεια, η πίστη σε αυτήν, το στερεότυπο. Και φτάνεις πάλι στην άγνοια, την εθελούσια άγνοια όμως. που αναφέραμε παραπάνω. Εκείνη που επειδή τάχα έχεις πέσει δέκα φορές, παίζεις μπάλα σαν ανάπηρος τετραπληγικός. Και είναι ωριμότητα τούτο διερωτώμαι; Φόβος δεν είναι; Μήπως τελικά και η ωριμότητα δεν είναι ο φόβος για την ανακάλυψη κάτι καινούριου; Μήπως δεν είναι που "θέλει μαγκιά για να αρνηθείς της σιγουριάς τα κυβικά" και που "..τ' αδοκίμαστο και τ' απ' αλλού φερμένο. Δε το αντέχουν οι άνθρωποι..";
Βέβαια, θα μου πεις με τον έρωτα; Τι γίνεται με τον έρωτα; Τι γίνεται με την ελευθερία;, θα σου αντιμιλήσω αμέσως αμέσως. Ξέρεις. Ο έρωτας κατά βάση είναι η εκχώρηση της ελευθερίας μας σε κάποιον άλλο. Ελευθερία. Άλλη μια έννοια για να 'χει να βασανίζεται το μυαλό μου τούτο το βράδυ. Ελευθερία και ευθύνη. Και ευθυνοφοβία. Όλα μαζί και χωριστά. Μαζί. Ποτέ χωριστά. Και έρωτας. Βάλε κι αυτή την έννοια. Ζαλάδα ρε φίλε ζαλάδα.
Και η λύση στην άκρη του νήματος να είναι μία. Πάντα είναι μία δηλαδή. Όλες τις άλλες πάντοτε τις εξετάζουμε είτε επειδή είμαστε πολύ θρασύδειλοι να επιλέξουμε εκείνη τη μία, είτε επειδή θέλουμε απλά να επιβεβαιώσουμε πως εκείνη η μία είναι η καλύτερη. Και εξετάζοντας όλα τούτα να μπερδευόμαστε χειρότερα και να καταλήγουμε να σκεφτόμαστε κι άλλα, και περισσότερα ακόμα. Μέχρι που το μυαλό να έχει στουμπώσει σα βουλωμένος σωλήνας αποχέτευσης και έχει γεμίσει τον τόπο σκατά. 
Ενώ το μόνο που έπρεπε να είχαμε κάνει από την αρχή ήταν να αποδεχθούμε τους φόβους μας, να πάρουμε τα ρίσκα, να τα γαμήσουμε όλα για ακόμα μία φορά και όπου βγάλει. Γιατί σημασία δεν έχει ρε φίλε το που πας, σημασία έχει εκεί που πας να ξέρεις πως ζεις, πως ακόμα κι αν έχεις καταλήξει κάπου, είσαι ελεύθερος. Γιατί πάνω από όλα ο έρωτας, φιλαράκο, είναι τούτο. Το να ελευθερώνεσαι, μέσα από τον πιο δέσμιο εαυτό σου. 
Κι αν φας τα μούτρα σου, τι; Τώρα πια ξέρεις-τούτο είναι ωριμότητα, η γνώση. Τα απωθημένα γεννιούνται για να υπάρχουν. Και όσο και να προσπαθήσουμε να τα νικήσουμε πάντα θα βρεθούν άλλα να μας βασανίσουν. Γιατί πολύ περισσότερο ποτέ δεν ήταν τα απωθημένα. Πάντα ήμασταν εμείς. Εμείς απέναντι στους εαυτούς μας, με πρόφαση κάποια τάχα φτηνή δικαιολογία που διαλέξαμε να πούμε απωθημένα. Μια δικαιολογία που θαρρείς και επινοήσαμε για να μαστιγώνουμε τους εαυτούς μας μπας και νιώσουν πως υπάρχουν κάπου μέσα στην τόση τους ωριμότητα. Οι νικημένοι θεατές του εαυτού μας που γουστάραμε να τον βλέπουμε να κείτεται στο πάτωμα ζητώντας συγχώρεση από μια τάχα Πηνελόπη, γυρεύοντας έρωτα από μια μούσα, μια Καλυψώ ή μια τυχαία παλλακίδα. Κι έτσι κυλούν οι ζωές μας.


Καταλήγω πως στον έρωτα έχουν δικαίωμα μόνο οι πολύ νέοι και οι πολύ γέροι. Γιατί είναι εκείνοι που ρισκάρουν. Οι μεν επειδή δε γνωρίζουν τις συνέπειες της πτώσης. Οι δε γιατί γνωρίζουν πως όταν οι ευκαιρίες και τα περιθώρια στενεύουν, η μόνη επιλογή που μοιάζει δελεαστική είναι εκείνη που δε μπορείς να ακολουθήσεις. Όλοι οι άλλοι είμαστε απλά "για πάντα σκράπες και ηλίθιοι, σκράπες και υποχείρια, γαμώ την αδύναμη γενναιότητά μας και τους εγωισμούς μας." Kαι η μοίρα μας κοιτά σαρκαστικά, σαν άλλη ξεδοντιάρα πόρνη, ενώ εμείς βρισκόμαστε παγιδευμένοι σε σκέψεις χάνοντας λεπτά, χρόνια και ευκαιρίες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι