Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ας παν στην ευχή τα παλιά

Ποτέ δε μου άρεσε να είμαι οπαδός, φαν ή οτιδήποτε σχετικό. Πάντοτε μου άρεσαν οι δευτεροαναγνώσεις των ανθρώπων. Η ανθρωπένια τους υπόσταση. Η ψυχή. Αυτή την αλήθεια γύρευα να βρω και στη δημιουργία.
Το τελευταίο διάστημα πιάνω τον εαυτό μου να συναντά αγκυλώσεις. Να ερωτεύεται, να παθιάζεται, να συμπεριφέρεται με δέος μπροστά σε ανθρώπους. Και κάπου εκεί συγκρούεται συθέμελα το μέσα μου. Οι μεγαλύτερες αγκυλώσεις και οι μεγαλύτερες μάχες, είναι οι εσωτερικές. Κάπως έτσι, λοιπόν, με βρίσκω - και με χάνω ενίοτε, ένα από τα αγαπημένα μου καινούρια παιγνίδια- να δικαιολογώ για άλλη μια φορά τα αδικαιολόγητα. Ή μάλλον αυτή τη φορά να αιτιολογώ. Να χτίζω το προφίλ όλων εκείνων των ανθρώπων που θαυμάζω. Τα γιατί τους. Τα ναι και τα όχι τους. Τα κοινά τους σημεία, αν θες..

Κάπως έτσι, βρίσκω τον εαυτό μου αντιμέτωπο με μια αλήθεια που έκρυβε μέσα του. Σωκρατική μαιευτική και διαλεκτική και γενικά Σωκρατική. Και τότε αντιλαμβάνομαι τούτο: 
Οι άνθρωποι που κατορθώσαν να πάνε ψηλά δεν είχαν σημαία τους ποτέ το ψηλά, ποτέ την επιτυχία, ούτε και μπόρεσαν να την οραματιστούν ποτέ - με εξαίρεση μεταξύ άλλων τον Σοπενάουερ - που έχει αποτελέσει πηγή και αίτιο της βραχυχρόνιας τροχοπέδης της πένας μου.
Οι άνθρωποι αυτοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, απλά συνέχισαν να κάνουν αυτό που έμαθαν, με μεράκι - λέξη με ψυχή, λέξη ζωντανή. Σχεδόν σπαρταράει. Όπως όλα εκείνα τα έμψυχα άψυχα που μας χάρισαν όλοι οι εκείνοι τούτου του κόσμου. Στίχοι, μουσικές, ποιήματα, ταινίες, ζωγραφιές και φωτογραφίες που μας μίλησαν και τους μιλήσαμε, που γέμισαν τις μέρες και τις νύχτες μας με νόημα. Σαν παλιόφιλοι κάθισαν και μας διάβασαν, όσο τα διαβάσαμε.
Όλα εκείνα τα δημιουργήματα που μας καθήλωσαν, μας σκότωσαν, μας ανέστησαν, μας λύτρωσαν. Όλα εκείνα στα οποία παγιδευτήκαμε και εκείνα τα οποία μας έσωσαν. Όλα εκείνα στα οποία παγιδευτήκαμε ήταν εκείνα που μας έσωσαν. Και είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που τα δημιούργησαν, που τους δώσαν την ψυχή και τα κάναν αθάνατα. 
Οι άνθρωποι που δε δώσαν τον εαυτό του για μερικά συγχωροχάρτια αθανασίας. Οι άνθρωποι που δε κυνήγησαν την επιτυχία ή τον έπαινο, οι άνθρωποι που πολύ περισσότερο έδωσαν τον εαυτό τους στην επιβίωση, στην ίδια τη ζωή. Και όχι ματαιοπονώντας και παλεύοντας με θεριά. Μήτε εφευρίσκοντας επίπλαστους δαίμονες για να 'χουν να πολεμούν. Αλλά επιστρατεύοντας τις εκάστοτε ικανότητές τους και δουλεύοντας με τον εαυτό τους, βελτιώνοντας πρωτίστως αυτόν. Ζώντας στο τώρα τους και όχι στα αύριά τους.
Οι άνθρωποι αυτοί,λοιπόν, αγωνίστηκαν πρωτίστως για τη ζωή την ίδια. Μήτε για επιτυχίες, μήτε για αποτυχίες. Μαχητές της ζωής, νικητές μιας άνευ σημασίας για αυτούς επιτυχίας. Μιας επιτυχίας που δύσκολα κατανοείς, όταν είσαι μέσα της. Δεν είσαι κάποιος επειδή σε αναγνωρίζουν στο δρόμο. Είσαι απλά ένας άνθρωπος που ζει μέσα στο βίωμα. Είσαι ένας άνθρωπος που φτάνει να καταπίνει τη ζωή, να τη ζει ως το μεδούλι. Να πιάνει το πρέπει από το πι μέχρι το γιώτα που έλεγε ο ποιητής.

Είναι αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, που μας χαρίσαν τη φωτιά, όπως άλλοτε κάναν οι Θεοί. Είναι τα δωδεκάθεα, τα εικοσιιτετράθεά μας. Τα θεμέλια τούτου του πνευματικού κόσμου. Που όσο και να ολισθαίνει, πάντοτε θα υπάρχουν αυτά του τα δημιουργήματα για να μας βγάζουν από τις σπηλιές. Σαν τους φάρους να μας δείχνουν το δρόμο για μια άνοδο, για έναν βίαιο αποχωρισμό από τη σπηλιά και τα δεσμά μας. Μιας και σαν άλλος δεσμώτης, "ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, και παντού είναι αλυσοδεμένος", όπως είχε πει ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ.
Και κάπως έτσι, βρίσκω μια αλήθεια που είχα χάσει - ή ξεχάσει. Σημασία δεν έχει αν είσαι επιτυχημένος ή αποτυχημένος, αλλά να βάζεις τον εαυτό σου στο οτιδήποτε κάνεις. Να ζεις στο τώρα σου, στο παρόν σου. Και πάντοτε να κοιτάς να το κάνεις πιο όμορφο - με αγάπη, με ομορφιά, με ψυχή. 
Κι αν τελικά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μας το γέννησαν αυτό ή που μας έκαναν να το ξαναβρούμε - ίσως το χει το όνομα - Σωκρατική ειρωνεία.


Κείμενο/Επιμέλεια: Χάρις Γεωργίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι