Δεν είναι τάχα εκείνες οι μικρές σου ιστορίες και οι μεγάλες σου ερωμένες που σε έκαναν να τις ερωτεύεσαι. Είσαι εσύ. Εσύ που ολοένα θες να τους μοιάσεις, έτσι αγέρωχες καθώς δείχνουν μέσα στα σημεία των καιρών. Δεν είναι εκείνη. Μήτε το βλέμμα της. Μήτε η άλλη. Άδοξες και δοξασμένες ιστορίες να έχεις να διηγείσαι όταν χτυπάνε οι ανασφάλειες. Η μία δε σου έκανε γιατί. Την άλλη την αγάπησες γιατί. Σε πρόδωσε γιατί. Έφυγες γιατί. Έφυγε γιατί. Έφυγε. Έφυγες. Γιατί; Ήταν γραφτό. Θα πεις.
Οφθαλμαπάτες του μυαλού. Φρούδες ελπίδες και σκάρτες σκέψεις. Ανούσιες, εικόνες, κενές από συναίσθημα. Και όλα να γίνονται απλά για να καλύψεις ένα υπαρξιακό κενό. Όσο περισσότερα πράγματα μαθαίνει ο άνθρωπος, τόσο μεγαλώνει η ανασφάλεια για το μίζερο υπαρξιακό εγώ του, έλεγε αδιάφορα σχεδόν ο παππούς κάποιο βράδυ πλάι στη σόμπα παίζοντας με τις χάντρες από το κομπολόι του. "Αρχίδια"¨, σκεφτόσουν. Εγώ θέλω να μάθω τα πάντα. Θέλω να ξέρω πως σκατά δουλεύει αυτός ο κόσμος. Να μάθω, να διαβάσω, να ξέρω, να μην είμαι τόσο λίγος. Να μη πιάνομαι θύμα της κάθε. Πάντα αυτό έλεγε ο πατέρας μου. Πάντα. Τούτη θαρρείς και ήταν η κληρονομιά του σε μένα. Και το έκανα. Αλήθεια. Μια ζωή σε άκουγα. Ακόμα και αν σε βασάνιζα τόσο. Μα δες με. Δε πέφτω θύμα των άλλων. Ποτέ μου δεν έπεσα. Πέφτω θύμα του ίδιου μου του εαυτού. Θαρρείς και είναι κάποιας μορφής αυτομαστίγωμα, ο δικός μου σταυρός, το μαρτύριο τούτο. Αυτομαστίγωμα ή εγωισμός; Θαρρείς και ακούγεται τόσο αλαζονικό που δε κατηγορώ κανέναν άλλο για τις επιλογές και τα λάθη των άλλων. Θαρρείς και ακούγεται συνάμα τόσο σωστό. Ποιος ξέρει;
Και διάβασα. Θαρρείς και ξόδεψα μια χιλιετία, έναν αιώνα της μίζερης τούτης μου ύπαρξης, άλλοτε να διαβάζω και άλλοτε να ζω. "Μισός ψυχή, μισός κορμί και η πείνα μου θηρίο. Μισή ζωή σπατάλησα να ζήσουν και τα δύο." Μια ζωή έχτιζα χάρτινους παραδείσους σε αέναα κελιά. Απλά για να χει η θύμηση να ξαποσταίνει κάθε όποτε φοβάται. Κάθε όποτε μένει μόνη της. Και να φοβάται και τις αναμνήσεις. Να μην βρίσκει ούτε εκεί απάγκιο.
Αυτή είναι η φαιά ουσία του ανθρώπου. Να γκρεμίζει μέρα με τη μέρα, ολοένα και περισσότερο τα προπύργια που τάχα έχτισε η νιότη του ένα βράδυ με πανσέληνο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Και να καταλήγει ένα βράδυ μόνος και αποξενωμένος. Απομονωμένος όπως τάχα γούσταρε να κάνει από μικρός. Μόνος μακριά από όλους για να κάνει ανασκοπήσεις ετών. Είκοσι τρία χρόνια να γράφει το κοντέρ. Χρόνια που κύλησαν στους ανούσιους λεπτοδείκτες ενός τάχα ανούσια ακριβού ρολογιού. Χρόνια που σπαταλήθηκαν σε ανούσιες καλημέρες και καληνύχτες. Μπα, καλημέρες μόνο. Για να ξεκινάει η μέρα όμορφα. Οι νύχτες ποτέ δεν ήταν καλές. Πάντοτε στεκόταν αμίλητος και μόνος παρατηρώντας τους άλλους είτε να κοιμούνται, είτε να φεύγουν αδιάφορα κλείνοντας την πόρτα. Και αυτός εκεί. Μόνος. Να επιμένει να ακούσει μια καληνύχτα, έστω τάχα για να δει ένα κάποιο τάχα όμορφο όνειρο, για να νιώσει πως τάχα υπάρχει μια σάρκα δίπλα του. Αλλά τίποτα.
Αλλά και πάλι θα μου πεις και να έμεναν εκεί τι θα του προσέφεραν; Θα ξυπνούσαν πλάι του, θα έπιαναν χώρο στο κρεβάτι, θα απαιτούσαν θέση στη ζωή του. Κι αυτός θα έπρεπε να συνεχίζει να στηρίζει την παραίσθηση που είχε φτιάξει το προηγούμενο βράδυ με αλκοόλ. Κι αν πάλι τάχα τις ερωτευόταν; Εκεί να δεις ψηλέ μου. Όχι, όχι δεν ήταν για έρωτες. Το 'χε πάρει απόφαση από πολύ μικρός. Ο έρωτας είναι μεγάλη σαπίλα. Είναι 'κείνο το συναίσθημα που κάνει ακόμα και τους πιο δυνατούς πολεμιστές να είναι τρωτοί στη μάχη. Κι εκείνος είχε πολλά και μεγαλεπήβολα σχέδια για λόγου του. Όχι, όχι. Ο έρωτας δεν ήταν σίγουρα μέσα στο πρόγραμμά του. - Τώρα θα μου πεις είναι τάχα κάτι που το προγραμματίζεις;
Αλλά και πάλι θα μου πεις και να έμεναν εκεί τι θα του προσέφεραν; Θα ξυπνούσαν πλάι του, θα έπιαναν χώρο στο κρεβάτι, θα απαιτούσαν θέση στη ζωή του. Κι αυτός θα έπρεπε να συνεχίζει να στηρίζει την παραίσθηση που είχε φτιάξει το προηγούμενο βράδυ με αλκοόλ. Κι αν πάλι τάχα τις ερωτευόταν; Εκεί να δεις ψηλέ μου. Όχι, όχι δεν ήταν για έρωτες. Το 'χε πάρει απόφαση από πολύ μικρός. Ο έρωτας είναι μεγάλη σαπίλα. Είναι 'κείνο το συναίσθημα που κάνει ακόμα και τους πιο δυνατούς πολεμιστές να είναι τρωτοί στη μάχη. Κι εκείνος είχε πολλά και μεγαλεπήβολα σχέδια για λόγου του. Όχι, όχι. Ο έρωτας δεν ήταν σίγουρα μέσα στο πρόγραμμά του. - Τώρα θα μου πεις είναι τάχα κάτι που το προγραμματίζεις;
Και έτσι κύλησαν και οι μέρες, και οι νύχτες και τα χρόνια. Άπλυτα σεντόνια στο καλάθι πλάι στο πλυντήριο. Μηνύματα που ποτέ δεν πήραν απάντηση. Εξευτελισμός των ηθών. Λες και τα ήθη καταλαβαίνουν. Αλαζονεία. Ποτέ τους δεν έδωσαν σημασία. Ποτέ δε τους έδωσε σημασία.
Κι έτσι ο λύκος συνέχισε τη ζωή του μοναχικός και απομονωμένος μη μπορώντας να αντικρίσει τούτους του τους φόβους. Θαρρείς και κάποιες φορές ένιωσε αδύναμος, τρωτός, πως μπορούσε τάχα να ερωτευτεί. Δάγκωνε τα χείλη του από πείσμα μέχρι που εκείνα μάτωναν, έπινε το τελευταίο ποτήρι ουίσκι της βραδιάς και έπεφτε αποκαμωμένος για ύπνο.
Κι έτσι ο λύκος συνέχισε τη ζωή του μοναχικός και απομονωμένος μη μπορώντας να αντικρίσει τούτους του τους φόβους. Θαρρείς και κάποιες φορές ένιωσε αδύναμος, τρωτός, πως μπορούσε τάχα να ερωτευτεί. Δάγκωνε τα χείλη του από πείσμα μέχρι που εκείνα μάτωναν, έπινε το τελευταίο ποτήρι ουίσκι της βραδιάς και έπεφτε αποκαμωμένος για ύπνο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου