Αυτό το φεγγάρι έχει πάρει πολύ κόσμο στο λαιμό του. Και η συνήθεια....Αλλά γι' αυτήν σου 'χω μιλήσει τόσες και τόσες φορές. Φτάνει πια. Μη σε ζαλίζω άλλο με δαύτη. Το φεγγάρι, λοιπόν... Θυμάμαι κάποτε που μου 'χες διαβάσει εκείνο το ποίημα του Ρίτσου. Θαρρείς πως το λέγανε; Σονάτα... είχε ένα γνώριμο τίτλο θυμάμαι, κάτι από Μπετόβεν.. Θαρρείς πάλι να 'χει σημασία;
Όταν κείνη η κουκκίδα ανάβει, όλα τα άλλα μοιάζουν τόσο μικρά, τόσο ανούσια. Χάνονται νομίζεις μέσα στην τόση τους ανασφάλεια, πνίγονται μέσα σε μια στάλα από θολά νερά, κρύβονται στην ομίχλη ενός τσιγάρου προδομένα από 'κείνο τους το ματαιόδοξο όνειρο να 'ναι πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Όλα 'κείνα τα μικρά και τα μεγάλα και τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα. Ασύμμετρα μεγέθη για να ταξινομείς πράγματα, καταστάσεις και ανθρώπους-ναι και ανθρώπους, λέω- στη ζωή σου. Κι όταν τάχα έρθει το σκάρτο εκείνο πλήρωμα του χρόνου για ξεσκαρτάρισμα να μη μπορείς να τα συμμαζέψεις. Πάντα να θες παραπάνω και λίγα ακόμα. Ίσως κάποιες φορές και ακόμα λίγα. Άλλες πάλι όλα να σου μοιάζουν τόσο μεγάλα που να σε καταπίνουν μέσα τους. Όπως το φεγγάρι, απόψε. Θαρρείς όπως το βλέπω τίποτα πια δε μοιάζει να 'χει σημασία. Μήτε εσύ. Μήτε το τότε, το τώρα, το για πάντα που ίσως μου πες ή θα μου πεις κάποτε.
Ακόμα και το ότι πέρασα από το σπίτι σου απόψε. Ναι, ειδικά αυτό πρέπει να 'χει τη μικρότερη σημασία μέσα σε όλο τούτο το παραλήρημα. Ξέρεις το κάνω συχνά. Όχι πως τάχα περιμένω να βγεις να σε συναντήσω. Μα τούτη η αίσθηση, η ηδονή που νιώθω και εκείνη η μικρή γεύση παρανομίας, η αδρεναλίνη μήπως τάχα και με πιάσεις με κάνει να ξαναγεννιέμαι. Νιώθω σαν ένα μικρό παιδί που κλέβει μια τσίχλα από το περίπτερο της γειτονιάς, που βουτάει τάχα το χέρι του στο βάζο με το γλυκό. Όχι πως τάχα το 'χα κάνει ποτέ. Μια ζωή ενοχικός ήμουν. Αλλά υποθέτω τούτο πρέπει να 'ναι το συναίσθημα. Καθώς το ξαναφέρνω στη θύμηση, θέλω να το κάνω συνέχεια. Ξανά και ξανά. Ίσως πάλι να το κάνω μόνο μία φορά τη μέρα, την εβδομάδα, το μήνα. Όποτε νιώσω την ανάγκη να ξαναγεννηθώ για λίγο. Περνάω απλά και αδιάφορα, πάντοτε βιαστικός. Δε σε βλέπω ποτέ. Κι ύστερα φεύγω γεμάτος από άγχος μη και σε συναντήσω-και δε το θέλω αυτό, αλήθεια. Μα δε ξέρεις πόση τάχα αδρεναλίνη και ηδονή με γεμίζει τούτο μου το οργιαστικό συναίσθημα. Θαρρείς πως όλος μου ο έρωτας χωράει σε εκείνη τάχα τη μικρή στιγμή κάτω από το σπίτι σου. Λεπτά, δευτερόλεπτα... Έρωτας; Ποιος έρωτας; Α. Ναι ο έρωτας. Δε σου πα. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω πάλι. Χθες έφτιαξα μια μουτζούρα. Θαρρείς και ξεθύμανα όλο μου τον έρωτα σε κείνο το λευκό τελάρο.
Τι θα 'ταν θαρρείς κι αυτή η καημένη η τέχνη χωρίς τον έρωτα; Και ο άνθρωπος; Τι θα 'ταν ο άνθρωπος χωρίς την τέχνη;
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ' την κόλαση. Και ο έρωτας σου λέω. Ο έρωτας, τι είναι; Θαρρείς και ξέρω; Ένας σακάτης έκπτωτος ζιγκολό να ξεπουλιέται σε βιτρίνες και γκλαμουριές; Όχι, όχι. Σώπα, δεν είναι αυτό.
Μια χρωματιστή καρικατούρα σε καμβά θα πει κάποιος τάχα ημίτρελος ζωγράφος, ένα κάποιο τάχα δίστιχο θα πει ένας αιθεροβάμων ποιητής... κι εγώ που τάχα περπάτησα όλη την πόλη βρήκα τον έρωτα σε εκείνη τη μικρή βόλτα κάτω από το σπίτι σου. Όχι. Όχι. Μήτε στο μειδίαμα σου, μήτε στο βλέμμα σου. Σε εκείνα τα δύο, μπορεί και τρία δευτερόλεπτα. Εκεί ήταν ο έρωτας, πιστός στο ραντεβού του.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου