Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γράμμα δίχως παραλήπτη.

Ακόμα και τώρα δε σου κρύβω, κείνο που τάχα θαρρείς με πείραξε, είναι εκείνη η συνάντηση που αρνήθηκες, η ευκαιρία που δεν έδωσες. Ποτέ σου δεν κατάλαβες. Ποτέ δε θα καταλάβεις. Και δεν είναι που δεν με ένιωσες, όχι, όχι αυτό δε θα με έθλιβε τόσο. Είναι το γαμώτο που δεν ήσουν ποτέ διατεθειμένη να πάρεις εκείνα που ήμουν διατεθειμένος να δώσω. Κείνα που θαρρείς τώρα βλέπω πως τα 'χεις ανάγκη, πως τα ζητιανεύεις. Και πια κανένα νόημα δεν έχει, το ξέρω. Μήτε να είμαι επικριτικός μαζί σου, μήτε μαζί μου, μήτε ακόμα και να σε φέρνω στη θύμηση. "Το μόνο καλό με το παρελθόν είναι ότι είναι παρελθόν", είπε ο Wilde. Και εγώ το έχω εμπεδώσει αυτό πια. Μήτε συγχωροχάρτια ζητάω, μήτε είμαι διατεθειμένος να δώσω. Απλά κάπου μέσα μου ίσως σε νοιάζομαι, ίσως υπάρχεις.
"Σκατά" θα φωνάζει το κεφάλι. "Τι τα θες και ανακατεύεσαι; Μια χαρά δεν είναι η δική σου ζωή;" θα συνεχίσει να μου απευθύνει το λόγο επικριτικό. Ο καθρέφτης παίζει να μου ρίξει και κάνα δυο χλέπες μες τη μούρη ή κάνα φάσκελο μπας και συνέλθω. Μα διόλου νόημα δεν έχει. Θα αδιαφορήσω. Για ακόμα ένα βράδυ θα πνιγώ στο ουίσκι. Μικρές στάλες στις πληγές της ψυχής μπας και καταφέρω ποτέ μου να τις κλείσω. Όχι, πως τάχα σε νοιάζομαι, μα πως πια δε με αναγνωρίζω.
Δε ξέρω αν είναι κείνο που λένε πως τάχα ότι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα ή εκείνη τάχα η συμπόνια μου που σε νοιάζεται ακόμα έτσι αδύναμη όπως σε βλέπει να προσμένεις για βοήθεια. Θαρρείς κι όταν είσαι άνθρωπος δεν μπορείς να μην ενδιαφερθείς για κάποιον που αποτέλεσε "το άλλο σου εγώ", θαρρείς και μου ΄χει μείνει ένα γαμώτο που δε σου εξήγησα ποτέ, ένα εγωιστικό ανικανοποίητο γαμώτο που σε βλέπω έτσι-και δεν είμαι εγώ ο λόγος.
Θέλω να πω κι άλλα, μα ίσως παρεξηγήσεις τούτα μου τα λόγια και εκπέσω κι άλλο στα μάτια σου. Όχι δε το θέλω. Βέβαια, θα μου πεις με είχες και ποτέ σου ψηλά; Ξέρεις δε τα λέω τυχαία όλα τούτα. Απλά άκουσα ένα στίχο, "what goes around comes around". Ε και; σκέφτηκα. Αυτό καμία ηθική ικανοποίηση δε μου έδωσε ποτέ. Ούτε καν το να κάνω στους άλλους όσα μου έμαθες να κάνω. Ξέρεις το να μη δίνω ευκαιρίες, να μην ακούω τι έχουν να πουν. Και το έκανα αρκετές φορές. Κάποιες από αυτές οδηγημένος από το πείσμα και τον εγωισμό μου, κι άλλες επειδή ένιωθα πως κουράστηκα. Ότι τάχα όσα έλεγαν ήταν δικαιολογίες. Τότε ίσως σε καταλάβαινα λιγάκι. Μα και πάλι το λιγάκι δεν ήταν αρκετό. Ούτε ικανοποίηση, θαρρείς, μου 'δωσε ποτέ αυτό, ούτε και ήταν αρκετό για να κλείσει τις πληγές μου.  
Τις πληγές μου, ναι. Εκείνες που δημιούργησε τάχα κάποια, εσύ, κάποια άλλη. Εκδορές για να 'χεις να θυμάσαι. Τρύπες στην ψυχή που μπαλώνεις όπως όπως σαν βγει το φως της μέρας. Ιστορίες να 'χεις να μετράς για να σε πάρει ο ύπνος. Ιστορίες και δικαιολογίες, και συναισθήματα ακόμα. Και δε φταις εσύ. Το ξέρω και γι΄αυτό σε έχω αθωώσει. Φταίει θαρρείς τάχα ο ανώριμος εαυτός μου που είχε να δώσει τόσα. Πράγματα που δεν θέλησες να καταλάβεις. Πράγματα που μας γεννάνε οι λάθος άνθρωποι και όταν πια έρθουν οι σωστοί δεν έχουμε πια να δώσουμε. Πράγματα που μας τα δίνουν απλόχερα οι σωστοί άνθρωποι και μας κάνουν να τα θεωρούμε δεδομένα. Και γι' αυτό και οι επόμενοι λάθος που θα έρθουν θα μας βρουν τρωτούς και θα μας πληγώσουν.
Έπειτα, θαρρείς και υπάρχουν σωστοί και λάθος άνθρωποι; Εμείς δεν είμαστε εκείνοι που δίνουμε τους ορισμούς; Εμείς δε καθορίζουμε και τις συμπεριφορές; Όχι;
Ξέρεις κάπου μέσα μου βρίσκω το ερώτημα τούτο αναπάντητο. Θαρρείς μάλιστα πως με έχει βασανίσει άπειρα βράδια. Άλλο μέτρημα τούτο. Άλλο βάσανο. Θαρρείς και όλα γίνονται για να χάνω τον ύπνο μου. Θαρρείς και μπαίνουν από το παράθυρο οι σκέψεις σαν πέσει το σκοτάδι. Δεν ανοίγω πια το παντζούρι, δε σου 'πα. Μήτε τα παράθυρα. Αλλά εκείνες ακόμα καταφέρνουν και μπαίνουν. 
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην αδικήσεις, μην αδικηθείς. Κι έπειτα, να κάνεις απολογισμούς. Πόσοι άξιζαν παραπάνω, πόσοι παρακάτω. Και να χάνεσαι στις απαντήσεις, να χάνεις το μέτρημα. Κείνο το μέτρημα που δεν έχει πια καμία αξία, γιατί έχει πια γίνει ανάμνηση, μαζί και όλα τα ανείπωτα και όλες οι επιλογές που έκανες, μαζί και το τώρα. Γιατί ο χρόνος είναι αμείλικτος και ο χρονογράφος κυλάει μαινόμενος προς το μέρος σου, ενώ εσύ κάνεις σκέψεις για 'κείνα που έγιναν ή δεν έγιναν. Για 'κείνα που είπες και δεν έπρεπε και για εκείνα που δε τόλμησες να πεις ποτέ σου. Ειδικά τούτα τα τελευταία θαρρείς και μένουν παγιδευμένα μέσα σου σα κάποιο τάχα ιερό μυστικό κάποιας αρχαίας φυλής και περιμένουν να βγουν στο φως για να αποκαλύψουν την ύπαρξή της. 
Κι όμως ξέρεις πως δε θα το κάνουν. Γιατί κάθε όνειρο, χάνει τη μαγεία του και κάθε αρχαίος πολιτισμός βεβηλώνεται όταν ξεγυμνωθεί σε μάτια άμαθα σε τέτοιο μεγαλείο. Γιατί τα πιο μεγάλα συναισθήματα γίνονται τόσο φθηνά, όταν η ισοτιμία γίνεται σε λέξεις. Γιατί πολύ περισσότερο όλοι μας έχουμε ανάγκη να έχουμε μυστικά, ανεκπλήρωτους πόθους και απωθημένα. Κι αν τάχα ο Oscar είχε πει πως "Ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις έναν πειρασμό είναι το να ενδώσεις σε αυτόν", τότε εγώ του απαντάω, κλείνοντας του το μάτι, γιατί να γλιτώσεις από έναν πειρασμό; Ποιος μπορεί τάχα να ζήσει χωρίς αυτούς;


"Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να στον δώσω.. Κ. Π. Καβάφης"

*"Η εξομολόγηση ενός μπουχέσα"-θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός και πρωτοποριακός τίτλος. Αλλά ουίσκι και πρωτοπορία δε πάνε μαζί. Ή είμαστε κλασικοί ή δεν είμαστε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι