Αναζητώντας σε για ακόμα ένα βράδυ σε σκορπισμένες φωτογραφίες παγιδευμένες στην οθόνη του υπολογιστή μου και κοιτάζοντας τις τελευταίες σου δημοσιεύσεις σε κάποιο προσφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης, προσπαθούσα να καταλάβω, όλα εκείνα που η ρεαλιστική σκέψη μου είχε καταφέρει να βάλει στο μυαλό. Να ξέρεις, πως τάχα δεν είσαι ο ίδιος, πως δεν είμαι η ίδια, πως οι άνθρωποι αλλάζουν. Πώς δεν έχει νόημα να σκέφτομαι ποιο θα ήταν το τέλος μιας ιστορίας από τη στιγμή που οι δύο ήρωες της δεν υπάρχουν πια. Ξέρεις, δικαιολογίες για να πείσω τον εαυτό μου να μη σκέφτεται όσα δε μπόρεσε ποτέ να σου πει. Δικαιολογίες για να καταφέρω να με πείσω πως πρέπει να σε δω κάπως αλλιώς... φιλικά, αδιάφορα... αλλιώς, δε ξέρω, αυτά τα λέει ο εγωισμός. Κάθεται απέναντι μου με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι και ένα τσιγάρο prince μαλακό τράκα από κάποιο δικό σου πακέτο και με κοροϊδεύει μπλεγμένη καθώς βρίσκομαι μέσα στα διλήμματα μου. Και βασικά, δεν είναι τόσο το δίλημμα. Βαθιά μέσα μου έχω καταλήξει.
Τα σώματα που γνωρίζουμε πεθαίνουν μόλις πεθάνει και το αντίστοιχο συναίσθημα. Στέκονται πλάι μας, παίρνουν μια τζούρα οξυγόνο για να ξαποστάσουν κι ύστερα συνεχίζουν πάλι τον αγώνα για να βρουν μια τάχα νέα Ιθάκη. Και το μόνο που μένει, δεν είναι θαρρείς μήτε το συναίσθημα, μήτε η σκέψη. Κείνο που μένει είναι οι αναμνήσεις για αυτό που ένιωσες κάποτε. Εκείνο που μένει είναι οι φωτογραφίες-οι δυο/οι τρεις/οι δέκα- ποτέ δε τις συμπάθησες, θυμάμαι. Η μνήμη, τα είπε και η Δημουλά.-Κύριο όνομα των θλίψεων. Ενικού αριθμού, μόνο ενικού.-Κι αλίμονο αν είναι χαρούμενες οι φωτογραφίες. Και αλίμονο αν δεν ήταν χαρούμενος ο χωρισμός.
Ίσως, βέβαια, οι χωρισμοί να μην είναι ποτέ χαρούμενοι. Ίσως πάντοτε να πρέπει να φεύγουμε γρήγορα και βιαστικά για να μη δούμε το πρόσωπο του άλλου, ίσως να πρέπει να γίνονται όπως ο δικός μας-αν μπορείς να το πεις χωρισμό, αν τάχα θαρρείς είχαμε σχέση-γρήγορα και βιαστικά. Χωρίς καν να κοιτάξεις τον άλλο, χωρίς να του πεις αυτά που θες να του πεις, χωρίς να προλάβεις να ρίξεις έναν πολιτισμένο επίλογο. Θαρρείς και τούτο είναι που με κρατάει δέσμια στο παρελθόν. Το ότι δε πρόλαβα ποτέ να σου εξηγήσω. Τι νόημα έχει τώρα πια;
Μεγαλώσαμε, θα σκεφτώ και θα τραβήξω μια γερή τζούρα νικοτίνης. Μεγαλώσαμε κι ακόμα δε μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια. Μεγαλώσαμε και ακόμα φοβάμαι. Πιότερο από όλα δε, με τρομάζει ότι μπορεί όντως κάποτε να σε ερωτεύτηκα. Τόσο λίγο κι όμως τόσο δυνατό. Θαρρείς για πρώτη φορά ένιωσα τόσο δυνατά. Θαρρείς τάχα πως φοβάμαι μην και το καταλάβεις. Όχι πως τάχα το νιώθω ακόμα, μα είναι το γαμώτο που δε μπόρεσα ποτέ να στο πω όπως το είχα στο μυαλό μου. Λες και θα μπορούσα να το εκφράσω. Τι ανόητη! Ο έρωτας, ποτέ δε μπορεί να εκφραστεί. Πάντα μένει μια στάλα ανικανοποίητου, έτσι για να μη τον ξεχνάς. Τι τα θες;
Είναι ανώφελο ακόμα και το να σε φέρνω στη σκέψη. Μεγαλώσαμε και ο καθένας πήρε το δρόμο του. Μεγαλώσαμε και ο καθένας έκανε τις επιλογές του. Και μόνη συντροφιά μας τούτο το φεγγάρι που απόψε μοιάζει αμείλικτο και ξυπνάει μνήμες. Που διόλου νόημα δεν έχουν, που μήτε συναίσθημα έχουν πια, όμως είναι αρκετές να το παίζω δήθεν και τάχα αδιάφορη όποτε σε κοιτάζω.
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ανείπωτα..Γλυκιά μου, μη χαθείς…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου