Καθώς γύριζα χθες το χάραμα σπίτι, ένιωσα την ανάγκη να σε πάρω τηλέφωνο να
σου μιλήσω. Ήθελα τόσο πολύ να σου μιλήσω για μένα, να με μάθεις. Εμένα, τα
θέλω, τα πρέπει μου, τα όνειρα, τις ανασφάλειες, τις διαστροφές μου-αλήθεια, έχω μπόλικες από δαύτες..κι εσένα κάπου εδώ πρέπει να σε έχω ακουμπήσει, θυμάμαι. Όλα εκείνα
που είμαι και δεν είμαι, που βρίσκονται μετέωρα κάπου στη μέση για να με
περιγράψουν και για να περιγραφούν. Όλες εκείνες τις λέξεις και τα
συναισθήματα. Κομμάτια που ενώνονται και άλλοτε σχηματίζουν εμένα, άλλοτε όσα
θα 'θελα να είμαι εγώ και άλλοτε όσα ποτέ δε κατόρθωσα να φτάσω. Λες και
ποτέ με ρώτησες, λες και ποτέ θέλησες πραγματικά να μάθεις, λες και εγώ θα
νιώσω καλύτερα άμα σου ανοιχτώ.
Θαρρείς πια και δε θέλω, πως ας πούμε κουράστηκα ή βαρέθηκα. Μπα όχι.
Τίποτα από τα δύο. Αλλά να... Είναι που ποτέ σου δε θα καταλάβεις. Οι άνθρωποι
μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο εκείνα που άπτονται της πραγματικότητας, έτσι
όπως την έχουμε πλάσει. Με τους άγραφους εκείνους κανόνες που τάχα έχουμε
θεσπίσει στη σφαίρα της λογικής ή της φαντασίας μας. Μίζερα και πεζά,
ενδιαφέροντα και ουτοπικά. Άλλοτε δέσμια μιας πλανεύτρας φαντασίας-ενίοτε
φαντασίωσης-και άλλοτε όμηροι μιας περιχαρακωμένης λογικής που μάταια προσπαθεί
πάντοτε να επιβληθεί στην πρώτη. Σα δυο αδερφές που μεγαλώνουν μαζί και η μία
μαθαίνει από την άλλη-η μία ώριμη έχει πια μάθει, η άλλη ξέρει, μα ο ανώριμος
αυθορμητισμός της δε την αφήνει να ηρεμήσει. Σαν συγκοινωνούντα δοχεία που το
ένα θρέφει και θρέφεται από το άλλο, σαν δυο αλληλοεξαρτώμενα σώματα ή
σωματίδια. Σε μια μόνιμη σύγκρουση ή κρούση, σε μια μόνιμη εσωτερική πάλη.
Κι εσύ σε βλέπω... στέκεσαι κάπου ανάμεσα τους προσπαθώντας να κάνεις το
διαιτητή, προσπαθώντας να ακούσεις και τις δυο σαν τάχα κάποια βαρετή ακρόαση
σε δικαστήριο που εσύ έχεις καταλήξει κάπου, αλλά δε ξέρεις το που. Μόνη μου σίγουρη πεποίθηση, η έλλειψη κατανόησης σου. Γι' αυτό σου λέω, τι νόημα έχει; Λες κι εγώ που τα ξέρω όλα τούτα έχω καταλήξει κάπου. Χρόνια και χρόνια πάσχιζα να δω τι σκατά κουβαλάω σε τούτο το ασήκωτο κεφάλι, σε τούτο τον εγγαστρίμυθο ψυχισμό.
Είκοσι τρία χρόνια να γράφει το κοντέρ. 276 μήνες. Φθινόπωρα, Χειμώνες, Άνοιξες, Καλοκαίρια. Αέναοι, ομόκεντροι κύκλοι να γυρνούν γύρω μου. Εικόνες, άνθρωποι, συναισθήματα. Όλη η χαοτική τούτη αταξία σε μια αρμονική τάξη. Συναισθήματα, λέω. Τι λέξη και τούτη. Λες και ποτέ της δώσαμε τι δέουσα σημασία, λες και ποτέ το καταλάβαμε όταν τα νιώσαμε.
Πάντοτε χαμένοι στους ουτοπικούς μας κόσμους προσπαθούσαμε να εξιδανικεύσουμε καταστάσεις, μπας και φλομώσουμε λίγο το κεφάλι με την ιδέα πως ερωτεύτηκε. Κάπνα και ντουμάνια καλοδεχούμενα. Ξύδια και πετρέλαια, επίσης. Τα πάντα για τούτο το συναίσθημα. Σαν άλλοι ταξιδιώτες ξεβρασμένοι σε ξέρες πασχίζαμε να βρούμε εκείνη τη ριμάδα την Ιθάκη. Για το ταξίδι; Για το γαμώτο. Για να χουμε τάχα ένα κάποιο λιμάνι να ξεβραζόμαστε κάθε που έπιανε τρικυμία στην αρρωστιάρικη καθημερινότητά μας. Τι τα θες; Πάντοτε εκείνη έφευγε και πάντοτε 'μεις άμοιροι εραστές της τρώγαμε λωτούς για να την πλάθουμε απ' την αρχή στη μνήμη, όπως ο καθένας μας μπορούσε. Μια μούσα; Μια σειρήνα; Μια παλλακίδα; Μαντεψιές και ονειρώξεις μπας και βρούμε ποτέ το δρόμο.
Τόσα και τόσα λιμάνια, και δε μας άντεξε κανένα. Θαρρείς πως κάθε φορά μόλις φτάναμε εκείνη απομακρυνόταν. Θαρρείς και ποτέ δεν ήμασταν αρκετά έτοιμοι για να τη δούμε. Θαρρείς πως ο έρωτας μας, ήταν πάντοτε σκλάβος της αρρωστημένης και ύστατης έπαρσης του εγωισμού μας. Κάθε φορά, πρώτη φορά. Να θρέφεται και να θρέφει τούτη τη διαστροφή. Να την κυνηγάει, να την πλησιάζει κι ύστερα να την αφήνει να φύγει. Άλλοτε από φόβο μη τον απορρίψει, κι άλλοτε από το φόβο μη τη βαρεθεί. Ανούσιοι φόβοι, ενός ανούσια ουσιαστικού εγωισμού, που δεν κατόρθωσε να νικηθεί, να πέσει χτυπημένος στη μάχη, ανίκανος να κερδίσει μια θέση στη Βαλχάλα.
"We are the prisoners of our own selfishness, but Valhalla is waiting for us"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου