Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Νάρκης του άλγους δοκιμές..."

Η ώρα είναι περασμένες εννιά. Πλησιάζει βράδυ Τετάρτης. Την Παρασκευή δίνω μάθημα. Αδιάφορο; Όχι. Ίσα, ίσα. Απλά η υπερένταση δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ. Κάτι εσύ, κάτι το μάθημα που πέρασα, εκείνο το μάθημα που επιτέλους πέρασα. Ναι το πέρασα, αλήθεια. Θυμάσαι που σου μίλησα για το άγχος μου; Μου είχαν κοπεί τα πόδια. ...κάτι το γεγονός ότι όποτε σε κοιτάζω βρίσκομαι μπλεγμένος μην μπορώντας να δώσω εξηγήσεις στον εαυτό μου. Ξέρεις από εκείνες τις κανονικές, όχι εκείνες με τις υποσημειώσεις. Είναι και το βλέμμα σου που με καταδικάζει. Τι να σου εξηγώ τώρα κι εσένα έτσι όπως τα κάναμε πάλι;
Σα να βρίσκομαι υπόλογος, κάτι τέτοιο φαντάσου. Σου θυμώνω. Τα βάζω με σένα λες και έχεις κάνει κάτι. Σαν παιδί σε κοιτάζω και σε βάζω τιμωρία στη γωνία. Μαζί και όλες σου τις σκέψεις, μαζί και όλα εκείνα που θέλω να ξορκίσω, δαίμονες, εικόνες και συναισθήματα, υπαρκτά και φανταστικά-φύγε επιτέλους. Υπαρκτά. Κάθε σκέψη που κάνουμε, κάθε συναίσθημα που νιώθουμε, είναι πιο υπαρκτό από κάθε αδιάφορη πραγματικότητα που βιώσαμε και δεν μας άγγιξε. Μα ο ώριμος εαυτός μας, σακάτης πια καθώς τυλίγεται με την μιζέρια του, δειλιάζει. Πολύ μεγάλος για να ενθουσιαστεί; Πολύ ώριμος για να πιστέψει στον ενθουσιασμό του. Θαρρείς και πια τούτο το παιχνίδι του είναι γνώριμο. Θαρρείς και έχει μείνει πολλές φορές μετεξεταστέος, που πια δεν αντέχει άλλο. Δεν έχει άλλη υπομονή.
Τι σημασία έχει; Τούτη η σκέψη θα με βασανίσει. Θαρρείς πως είναι ένα ακόμα παιχνίδι του μυαλού, μια οργιαστική ουτοπική πραγματικότητα που σύνθεσε, σαν το τραγούδι μιας τάχα φευγάτης σειρήνας, για να ξεκουραστεί από τις ουσιαστικές, τις συμβιβασμένες σκέψεις. 
Τι τα θες; Την κατάληξη την ξέρω. Θα βρεθώ πάλι με ένα τσιγάρο στο χέρι, μόνη συντροφιά. Για ακόμα ένα βράδυ θα παλέψω να σκοτώσω την ανώριμη σκέψη που συνάντησα και πάλι στο δρόμο μου, να σκοτώσω εσένα-ναι, τότε ίσως καταφέρω κάπως να ηρεμήσω. Μια σκέψη τόσο ανούσια, όσο τα τσιγάρα στο τασάκι. Είναι που κάποιοι άνθρωποι έχουν θαρρείς εκείνο το ταλέντο να χωρούν εκεί που οι άλλοι περισσεύουν. Είναι που απόψε τριγυρίζεις στο μυαλό μου, σαν ένα άλλο δόγμα, σαν μιαν άλλη παρόρμηση που το χει κυριέψει και αυτό να σου ζητάει ανήμπορο και αποκαμωμένο μια στάλα λύτρωση. Που να γυρίζεις κι απόψε;
Θαρρείς πως τούτη η διαστροφή είναι που το συντηρεί. Θαρρείς πως είναι τούτη η αρρώστια που ενισχύει με πείσμα τη λογική του. Θαρρείς πως αν τάχα δεν είχαμε τούτες τις διαστροφές, αυτό θα ατροφούσε, βυθισμένο στη λήθη της καθημερινής ρουτίνας του. 
Θαρρείς πως κι απόψε θα νιώσω την ανάγκη να σε αγγίξω. Ύστερα θα το μετανιώσω και θα πάω να πάρω καμιά μπύρα. Ίσως τότε πια, βυθισμένος στη λήθη μου να σε ξεχάσω. Όπως και τόσα βράδια που πέρασαν, και τόσα αποτσίγαρα, τόσες μάταιες ονειροπωλήσεις που έκανα σαν άλλος ταξιδιάρης ποιητής. Τι τα θες; Και ο Νίκος με τούτο τον καημό έφυγε. Μήτε ταξίδια έχει για μας, μήτε νέους ορίζοντες. Η πραγματικότητα μας έχει ήδη προλάβει κι εμείς οι ανήμποροι υποτακτικοί της σκλάβοι απλά ξεκλέβουμε λεπτά για να παίρνουμε τζούρες αθανασίας στα διαλείμματα του οκταώρου. Μικρά πιόνια μιας ανώτερης δύναμης. Πολύ μικροί να της αντιταχθούμε, πολύ μεγάλοι για να σταματήσουμε να σκαρώνουμε ταξίδια στη φαντασία μας. Βλέπεις το όνειρο πεθαίνει, όταν σταματάς να το συντηρείς. Και για κάθε όνειρο που χάνεται, σκοτώνεις μαζί κι ένα παιδί. Και τι θα απογίνει ρε φιλαράκο τούτος ο κόσμος αν σκοτώσουμε τα παιδιά που έχουμε μέσα μας; Συμβιβασμοί και υποχρεώσεις. Θα πνίγεσαι στη θηλιά σου και ο εαυτός σου αμέτοχος θα σε κοιτάει και θα σε καμαρώνει κυριλέ καθώς θα 'σαι μέσα στο νέο σου σακάκι. 
Γι αυτό σου λέω. Έτσι κι απόψε θα περάσει τούτο το βράδυ, μαζί και η φευγαλέα τούτη σκέψη που σαν παλιόφιλος ήρθε να μου κρατήσει συντροφιά. Όμως αύριο ίσως να 'ναι κάποια άλλη μαζί μου να μου κάνει παρέα. "Νάρκης του άλγους δοκιμές..." που λεγε και ο Κώστας. Μέχρι να καταφέρει τούτο το ανώριμα παιδιάστικο πνεύμα μου να το πάρει απόφαση να δείξει λίγη ωριμότητα και να συμβιβαστεί με τα δεσμά του, σαν άλλος μαχόμενος φυγάς.


“Δε ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ'όνειρο. Και το πρωί "καλημέρα" λες, "καλημέρα" σου λένε. Κι η σφαγή συνεχίζεται.”-Τ.Λ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι