Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η υποταγή του ναρκισσισμού.

Και εκεί που έχεις κοπεί σε μάθημα που διάβαζες μία ολόκληρη εβδομάδα, σε μάθημα που ξέρεις ακόμα και τις τελείες στο βιβλίο και θες να μπήξεις τα κλάματα γι’ αυτό, κάτι ο εγωισμός σου απέναντι στην υπερφίαλη και αλαζονική καθηγήτρια, κάτι το γεγονός ότι πολύ-αξία-της-έδωσες-κι-αυτής, προσπαθείς να στρέψεις το ενδιαφέρον σου αλλού. Ταξίδια που σκάρωνε το μυαλό από καιρό, με μια φαντασία λάγνα, έρχονται στη θύμηση για να το πλανέψουν, να το ξαλαφρώσουν για λίγο. Εικόνες, στιγμές. Και κάπου μέσα σε όλο τούτο το συρφετό από παραισθήσεις και εκείνος. Εκείνος ο κάποιος που να μπορεί να σου προσφέρει λίγη ουσιαστική αμφισβήτηση τώρα που άρχισες να σιχαίνεσαι την ανούσια σιγουριά σου. Εκείνος ο ανεκμυστήρευτος πόθος. Ο πόθος που παλεύεις να δημιουργήσεις για να νιώθεις την ύπαρξη κάποιου στο χώρο, για να νιώσεις πάνω από όλα αισθητή τη δική σου ύπαρξη. Ανασφάλεια; Αναμφίβολα.
Και ο εαυτός σου; Ειδικά αυτός. Χαμένος σε σκέψεις και ονειροπωλήσεις, για ακόμα μία φορά σε προδίδει διχασμένος ανάμεσα στο βωμό εφήμερων φαντασιώσεων και τη σάπια σιγουριά στείρων στατιστικών. Αναζητά με μανία πότε ένα χάπι μπας και λογικευτεί και πότε μία στάλα αλκοόλ μπας και καταφέρει να συνεχίσει το μπόλιασμα τούτης της ψευδαίσθησης. Λάσπες και ονείρατα. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά κι εκείνος. Εκείνος-ονείρατα. Εκείνη η ηλίθια έμμονη ιδέα που ήρθε και έκατσε στο κεφάλι σου ένα κάποιο από τα μεσημέρια που τον κοιτούσες να σου μιλάει με τις ώρες για πράγματα ουσιαστικά και συνάμα ανούσια. Για πράγματα που ποτέ δεν θα καταλάβεις ή που ξέρεις ήδη. Για εκείνα που σου εξήγησε σαν μεγάλος αδερφός, για τις συμβουλές που έδωσε σαν άλλος κυνικός πατέρας. Για εκείνα τα χιουμοριστικά σχόλια. Για τις ματιές που ανταλλάξατε, για εκείνα που ειπώθηκαν ή όχι.
 Εκείνο το αντρικό μορφοείδωλο που τάχα έπλασες με την φαντασία σου, τάχα υπάρχει, τάχα ήρθε να καλύψει μια ανεπαρκή πατρική φιγούρα ή κάποιον ανικανοποίητο ερωτικό πόθο. Ποτέ δε κατάλαβες πόσο γρήγορα μπόρεσε και μπήκε σε εκείνο το σημείο του μυαλού σου τούτη η σκέψη. Λες και υπήρχε πάντοτε εκεί, λες και ήθελες να υπάρχει εκεί, ακριβώς εκεί για να καλύψει όπως-όπως εκείνο το σκίσιμο που 'χε δημιουργήσει κάποτε στην πράσινη τσόχα μία από τις στέκες ενός άλλου αδέξιου κάποιου. Και ποτέ δε κατάλαβες γιατί. Λες και τάχα αυτό θα σε βοηθούσε κάπου, λες και έχει σημασία ποτέ το γιατί.
Προδομένη από μια απροσδιόριστη ανάγκη του μυαλού για αυτομαστίγωμα, σκέφτεσαι και πλάθεις σενάρια. Άλλοτε, για το πόσο προσδοκείς μια ακόμα συνάντηση, άλλοτε για το πόσο δε θες να τον ξαναδείς. Αλήθεια, νιώθεις τόσο μικρή απέναντί του. Νιώθεις εκείνο το ακατανίκητο συναίσθημα της μικρότητας μπροστά στο μεγαλείο του-ακόμα κι αν είναι θνητός. Όχι, όχι αυτό το τελευταίο δε θες ούτε να το σκέφτεσαι. Θαρρείς μάλιστα πως απορρίπτεις ακόμα και το ίδιο το ενδεχόμενο-Έρωτας; Παραμύθιασμα. Νιώθεις σα να έχεις κάποιο ένοχο μυστικό, σα να μοιραστήκατε ένα κοινό τόπο, ένα κοινό κόσμο ένα βράδυ. Εκείνο το βράδυ που έκανες όνειρα. Εκείνο το βράδυ που και εκείνος έκανε τα ίδια όνειρα με σένα, για σένα; Ποσώς έχει νόημα αυτό. Το άρρωστο υποτακτικό μυαλό σου θρέφεται από την ψευδαίσθηση που έχει πλάσει για να μπορεί να αυτοταπεινώνει τον υπερφίαλο ναρκισσισμό του. Και διόλου σημασία έχουν γι'αυτό τέτοιες λεπτομέρειες. Διόλου σημασία έχει εκείνος. "Ο έρωτας είναι το πιο εγωιστικό συναίσθημα...", τα χει πει ο Φρίντριχ. Και εγωιστικό και υποτακτικό και η ύστατη αυτοτιμωρία θα συμπληρώσω, παλιόφιλε Φρίντριχ.
"Τι τα θες και μπλέκεις ρε δικιά μου; Τι γυρεύεις από τη ζωή του;" θα γυρίσει να μου απευθύνει το λόγο το άλλο μου εγώ-έχουμε γίνει φίλες τελευταία, έχει πάρει πολύ θάρρος και βγάζει γλώσσα, πολύ μάγκας το παίζει και θα τα φάει τα μούτρα της, να μου το θυμηθείτε. Το 'χω δει εγώ το έργο. Αυτή θα καταλήξει με κάνα φλώρο μπούλη ή γιάπη της υψηλής κοινωνίας που θα ντρέπεται να κυκλοφορήσει, από φόβο μήπως ερωτευτεί. Τόση είναι η αποστροφή της για τον έρωτα.
"Κι έπειτα, ας τον εκείνον. Εκείνος δε ξέρει, δε θα μάθει. Ποτέ δε θα βασανιστεί. Από τον εαυτό σου τι ζητάς; Γιατί γουστάρεις να τον βασανίζεις έτσι; Ποια κατάρα κυνηγάει τάχα το άρρωστο τούτο κουφάρι σου, δικιά μου; Τι σκατά το βασανίζεις το μυαλό σου με τέτοιες ανοησίες; Εσύ θα έπρεπε να θες πτυχίο. Πρέπει να θες πτυχίο. Και το μετά, γάμα το μετά. Στρώσου κάτσε διάβασε. Καθείς το δρόμο του. Μη γυρεύεις μπλεξίματα." τέτοια σοβαρά πράγματα μου λέει κι ακόμα της μιλάω. Και τι να της πω δηλαδή, που κατά βάθος ένα δίκιο το χει. Με κολλάει στον τοίχο, με πετυχαίνει απροετοίμαστη. Σωπαίνω, τα βάζω κάτω και τα μετράω. Δεδομένα, στατιστικές, μικροοικονομίες και μακροοικονομίες. Μπλέξιμο. Και δε νιώθω πως βρίσκω άκρη. Σκατά τα κάναμε μωρή "Ράνια" πάλι, σκατά. Και δε φταίει μήτε ο ανάδρομος Ερμής, μήτε ο περίδρομος Άρης. Βαρέθηκα, μ' ακούς; Αυτός ο κόσμος δε χωράει στο κεφάλι μου, μήτε εγώ χωράω σ' αυτό τον κόσμο. Θέλω επιτέλους να ερωτευτώ. Άσε με, σου είπα. Θέλω να βασανιστώ. 
Πού να είσαι κι απόψε και λείπεις; Πάνε τόσες μέρες που δε σε είδα. Και πια δε ξέρω τι να σου πω. Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω αυτό που νιώθω, αυτό που ένιωσα, αυτό που σκέφτομαι. Δε ξέρω τι σκέφτομαι. Κάθε φορά που σε βλέπω τα ίδια. Μήπως κωλώσω. Μήπως δε μπορέσω να σου πω όλα εκείνα που κρατάω κάπου φυλαγμένα. Κείνα που πια έχω κρύψει τόσο καλά που ακόμα κι εγώ η ίδια αμφιβάλω. Βέβαια, θα μου πεις τι νόημα έχει να στα πω;
Ξέρεις, στο μυαλό μου έρχεται εκείνη η συζήτηση με τον Όσκαρ. Και τότε συλλογίζομαι πως τα πιο μεγάλα πράγματα δε χωράνε σε λέξεις και στατιστικές. Η πρακτική είναι εκείνη η ορκισμένη πολέμιος, μιας τροφού αυταπάτης, που ανάθρεψε την έφηβη νιότη του πνεύματός μας και το μπόλιασε με διαστροφή. Γι΄αυτό και οι μεγαλύτεροι έρωτες θα μείνουν για πάντα εκεί που πρέπει να είναι, δίνοντας μας απλά και μόνο λίγη ακόμα δύναμη για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε σε ανούσιες αρένες, που μια κακομαθημένη πραγματικότητα έστησε με ανατριχιαστική ακρίβεια δολοφόνου, τις παραστάσεις της ζωής μας.
Γι' αυτό κι εγώ φεύγω σα και 'κείνη την ποιήτρια που 'χε περιγράψει ο Γιάννης. Φεύγω, μα να ξέρεις... Μαζί μου θα έχω πάντα το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου. Κείνο που σαν άλλος τεχνίτης έχει σκαλίσει με περίσσια τέχνη και δεξιότητα το ανώριμο και παιδιάστικο μυαλό μου. Και έτσι θα παίρνω δύναμη. Και έτσι θα κυλάνε οι ζωές μας.


Ο έρωτας της φαντασίας είναι πολύ καλύτερος από τον έρωτα της πραγματικότητας. -Α. Γουόρχολ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι