Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κάτι να γυαλίζει...

Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
είπε ο μικρός πρίγκιπας για να μη το ξεχάσει. Και δε το έκανε. Γύρισε πίσω στο τριαντάφυλλό του. Ήταν μικρός; Ήταν πρίγκιπας; Ήταν παραμύθι; Απείκασμα μιας τάχα κάποιας ζωηρής φαντασίας; Ποιος ξέρει; Ποτέ δε θα τον βρούμε να μας λύσει τις απορίες.
Τι γίνεται με όλους εμάς τους κοινούς θνητούς, όμως; Έχουμε τάχα τριαντάφυλλα; Ξέρουμε τι πραγματικά έχει αξία; Ξέρουμε για ποια πράγματα πρέπει να θυσιάσουμε κάτι και για ποια όχι; Και κυρίως ποιοι είναι σημαντικοί και ποιοι όχι;
Όσον αφορά τις φιλίες μου ξέρεις, πάντοτε ήταν μακροχρόνιες. Βαριόμουν να αλλάζω φίλους. Και όχι μόνο επειδή οι παλιοί ήμουν σίγουρη ότι άξιζαν, αλλά επειδή θεωρούσα κουραστικό το να κάτσω να ασχοληθώ να μάθω καινούριους. Ωστόσο, πέρασαν πολλά άτομα από τη ζωή μου. Και δε σου κρύβω πως κάπου μέσα μου θρηνώ το χρόνο που δαπάνησα να τα μάθω. Και πληγώθηκα. Γέμισα τετράδια και σχολικές τσάντες με ονόματα και best friends forever και διάφορα τέτοια ουτοπικά. Αδερφούλες για πάντα. Κολλητές για μια ζωή. Φιλίες που κράτησαν μέχρι να αρχίσει να υπάρχει αυτό το γυναικείο ένστικτο, αυτή η γυναικεία τάση να εκμηδενίζουμε τους άλλους για να καταφέρουμε να ανεληχθούμε πατώντας επί πτωμάτων και καταβαραθρώνοντας συναισθήματα. Θαρρείς και η γυναίκα περισσότερο από όλους μέσα σε τούτη τη ζούγκλα έχει την τάση για αγώνα, με κάθε μέσο, με κάθε κόστος, με κάθε ματαιοδοξία και κενοδοξία αν θες. Και δε ξέρω αν τούτο το 'χει προάγει η κοινωνία ή αν είναι θαρρείς στην έμφυτη φύση του ανθρώπου, της γυναίκας. Δε ξέρω καν αν συμβαίνει μόνο στις φιλικές σχέσεις, αν τάχα συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους.
Κάπου ουτοπικά μέσα μου μέχρι πρότινος πίστευα πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι "give and take". Και διαψεύστηκα. Και το πλήρωσα. Και πληγώθηκα. Θαρρείς μάλιστα πως έγινα κτήνος. Πως άρχισα να του μοιάζω. Για λίγο, μόνο. Μόνο για λίγο.
Και μετά συνέχισα να τρώω τα μούτρα μου. Πάλι απ' την αρχή. Ξανά και ξανά. Σα πρωτάρης αμούστακος έφηβος στην πρώτη του μάχη. Κάθε φορά, πρώτη φορά. Και στις φιλίες και στις σχέσεις και σε όλα. Τόσα και τόσα χρόνια, τόσες και τόσες απογοητεύσεις και ακόμα δεν έμαθα να εκτιμάω ανθρώπους. Τόσες πτώσεις κι ακόμα δεν έμαθα πως να μη πέφτω-λες και ήταν ποτέ τούτος ο στόχος. Κι ακόμα δεν έμαθα ποιους θέλω να κρατήσω και ποιους να διαγράψω. Πολύ ουτοπίστρια; Πολύ ρομαντική;
Πολύ εγωίστρια θα σου απαντήσω. Πολύ παγιδευμένη σε κόμπλεξ, σε καλούπια και στερεότυπα. Της κοινωνίας; Όχι, όχι ποτέ. Σε στερεότυπα και κόμπλεξ που εγώ θέσπισα. Σε λάθος ηθικές βάσεις τις οποίες επέλεξα, σε λάθος κριτήρια αν θες. Ποτέ σε λάθος αξιολόγηση. Πάντα σε λάθος επιλογές. Θαρρείς πως το λάθος πάντοτε με ιντρίγκαρε ακόμα κι αν ήξερα ότι είναι λάθος. "Θαρρείς και είναι κάποιας μορφής κατάρα να κυνηγάς ότι σε σπρώχνει στο χαμό σου." Ένα μικρόβιο, ένα σαράκι να σου τριβελίζει το κεφάλι. Χωρίς λόγο. Έτσι. Επειδή, σε κυνηγάει μια κατάρα την οποία ενίοτε ονομάζεις έρωτα. Κείνη η κατάρα που δεν είναι τίποτα περισσότερο από την επιθυμία για λίγο καθαρό και αγνό συναισθηματικό μαζοχισμό.
Κι έπειτα, μπορείς ποτέ τάχα να αξιολογήσεις έναν άνθρωπο χωρίς να τον μάθεις πρώτα; Μπορείς να είσαι τόσο απόλυτος στην κρίση σου; Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε. Προλαβαίνουμε τάχα οι τρελοί και κάνουμε τόσα και τόσα λάθη. 
Και μέσα σε όλα τούτα, μέσα σε αυτόν τον βάλτο να ξεπροβάλλουν κάπου μικρά τριαντάφυλλα. Μικρά αστέρια να γεμίζουν το φόντο μας. Άνθρωποι που σβήνει ο χρόνος, μα η λάμψη τους ακόμα παραμένει σαν μια ακόμα επώδυνα αδιάφορη ανάμνηση να μας φωτίζει με πράσινο φωσφοριζέ τα λάθη μας, ή και άνθρωποι που επιλέγουν να μείνουν για να μας φωτίζουν το δρόμο. Άνθρωποι που διώχνουμε, μα εκείνοι επιμένουν να δίνουν. Άνθρωποι που πάνω από όλα αξίζουν και δε φοβούνται να το αποδείξουν, δε δειλιάζουν μπρος στον αγώνα. Άνθρωποι που πάνω από όλα ξέρουν τι θέλουν, που είναι μοναδικοί κάνοντας σε να νιώσεις μόναδικός. Γιατί η μοναδικότητα είναι κάτι το οποίο δεν χρειάζεται να πεις σε κάποιον πως έχει. Όταν είσαι μοναδικός το ξέρεις. Ξέρεις πως είσαι ο μοναδικός που υπάρχει εκεί για κάποιον. Είσαι μοναδικός γιατί έτσι νιώθεις πλάι του, γιατί νιώθεις μοναδικός όταν τον κοιτάζεις. Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε μιὰ θέση στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Γιατί πολύ περισσότερο είμαστε εκείνη η μικρούλα λάμψη στο βλέμμα των άλλων. Η αντανάκλαση. Η μικρούλα λάμψη που είναι εκεί για να επιβεβαιώσει την κάθε ανασφάλειά μας, χωρίς λέξεις.
Ξέρεις, δε σου κρύβω πως πολλές φορές έχω νιώσει ζήλια για αυτούς τους τελευταίους, τους μοναδικούς. Κατάφεραν κάτι. Να είναι οι μοναδικοί τελευταίοι ονειροπόλοι σε ένα πληγωμένο σάπιο κόσμο που έχει πάψει να αισθάνεται. Σε ένα κόσμο που έχει πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος και περιμένει μια τελευταία κλωτσιά να τον αποτελειώσει επαρμένος από τα πάθη του. 
Ξέρεις ίσως κάποτε να μην ήμουν έτσι. Πια δε θυμάμαι μήτε τι ήμουν, μήτε ξέρω και τι είμαι. Μόνη μου αλήθεια ότι είτε εγκατέλειπα γρήγορα, είτε δεν ήξερα τι ήθελα. Και ποτέ δεν ήμουν διατεθειμένη να δώσω. Θαρρείς και ποτέ δε μου άρεσε να εξαρτώ την ευτυχία μου από άλλους. Πες με δειλή. Δίκιο θα σου δώσω. Κι ίσως ακόμα και τώρα να το κάνω. Ποιος ξέρει;
Ίσως το μόνο πράγμα για το οποίο κάπου μέσα μου με αθωώνω να είναι τα λάθη των άλλων. Ανίκανος να δεχθείς όλη την ευθύνη κάπου ρίχνεις πάντα το φταίξιμο, για να χρυσώσεις το χάπι. Το αποτέλεσμα όμως θα παραμένει πάντοτε το ίδιο. Στο πηλίκο μηδέν. Και μόνη ελπίδα να νιώσεις μοναδικός, ο αέναος αγώνας να δώσεις εκείνη τη ριμάδα την ελευθερία σου. Να πείσεις κάποιον πως είναι δελεαστική, σαν κάποια καινούρια τάχα πόρνη δήθεν και τάχα ατίθαση μέχρι να την πάρει για λίγο στο χαρέμι του και μετά να αναζητήσεις τον επόμενο. Kαι η ζωή να συνεχίζεται. Χωρίς νόημα. Κάνοντας μικρούς ομόκεντρους κύκλους.



Και από εκεί που είμαστε τα τριαντάφυλλα, επιλέγουμε να γίνουμε οι αλεπούδες.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι