Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο αδιάφορος.


    Στάση Συγγρού-Φιξ -Καφετέρια, Σάββατο 28/1/2012 ώρα 10.00πμ
Ένας άντρας μέσης ηλικίας με όψη κακογερασμένη από τη φθοροποιό επίδραση της έκθεσής του στις κακουχίες, μας πλησιάζει. Η παρακμιακή εικόνα του, μοιάζει γοητευτικά αλλιώτικη στα μάτια μου. Το βλέμμα μου στέκεται στο ένα του πόδι το μελανιασμένο από το κρύο που βρίσκεται γυμνό μέσα στο ψύχος του παγερού πρωινού.
"Καλημέρα", λέει με βλέμμα σχεδόν αδιάφορο. "Έπεσε η κίνηση σήμερα", συνεχίζει απτόητος τον μονόλογο προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση. Εμείς τον κοιτάζουμε ρίχνοντάς του ερευνητικές ματιές και σκεπτόμενοι πως θα έπρεπε να αντιδράσουμε. "Έχει λίγο κόσμο μέσα.", του λέω καθώς δείχνω την καφετέρια που βρισκόταν μπροστά μου. "Όχι, όχι, δεν εννοώ αυτό. Απλά οι γνωστοί μου δεν είναι εδώ σήμερα.", συνεχίζει εμφανώς θλιμμένος που δεν είχε κάποιον να μιλήσει. Στη συνέχεια κάθεται σκυφτός και μας κάνει τράκα ένα τσιγάρο, όσο το βλέμμα του στέκει μετέωρο σε κάποια γωνία, κάπου στο κενό.
Μια "κυρία" τυλιγμένη μέσα σε μια γυαλιστερή γούνα, με ένα ζευγάρι καράτια στα αυτιά της, τον πλησιάζει και του βάζει ένα κέρμα στην παλάμη. Την κοιτάζει με οίκτο και απαξίωση. "Δεν παίρνω τα λεφτά σου. Κράτα τα. Τα 'χεις πιο πολύ ανάγκη από μένα." Της λέει, καθώς εκείνη τον προσπερνά με περιφρόνηση. Εμείς, κοιταζόμαστε νιώθοντας ένα συναίσθημα, περίεργο να το εκφράσεις. Θαρρείς πως ήτανε τρέλα, πως ήταν θαυμασμός, σίγουρα όχι οίκτος. Ίσως, μάλιστα, εκείνη η κυρία να είχε προκαλέσει περισσότερο οίκτο από το παρακμιακό θέαμα που ορθωνόταν μπροστά μας. Μια ακόμα καλή χριστιανή, που ήθελε να τα χει καλά με τη συνείδησή της. Μην ανησυχείτε μαντάμ. Τα καυτά καζάνια της κόλασης θα πληρωθούν με άλλων το αίμα. Το δικό σας, είναι από αλλιώτικη πάστα, ανθρώπινο. Δε θα τους κάνει. O παράδεισος σας περιμένει. Για κρατήσεις και εισιτήρια στο παρακάτω τηλέφωνο. ΟΥΣΤ!
Στη συνέχεια, «ο αδιάφορος» έμεινε μαζί μας, σαν να μην είχε δει καμία κυρία, σαν να μην την είχε προσέξει καν. Του προτείναμε να καθίσει μαζί μας, σε κάποια καρέκλα. Κοίταξε μέσα και έπειτα αρνήθηκε. Πάντα όρθιος, ποτέ καθιστός. Πάντα πατώντας εκείνο το μελανιασμένο πόδι, το γυμνό από ρούχα. Κάνοντας ένα νόημα στον φίλο μου, του πρότεινε να κεράσει κάτι να φάει. Δεν αρνήθηκε. Ο φίλος μου, λοιπόν, κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό της καφετέριας και του πήρε κάτι πρόχειρο. Η πωλήτρια κοίταξε το φίλο μου με περιφρόνηση. Κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι έδειξε με ύφος αλαζονικό τον κακογερασμένο αδιάφορο και έπειτα ρώτησε γεμάτη αγένεια «Για τον άστεγο είναι;» Ο φίλος μου την κοίταξε απορημένος. «Ναι.», της απάντησε ορθά κοφτά. Του έριξε δυο διαπεραστικές ματιές και έπειτα πήγε να του δώσει τα ρέστα. «Κράτα τα», της λέει. «Ο άστεγος δε τα δέχεται.» Και φεύγει.
Στη συνέχεια εκείνος παίρνει το φαγητό και απομακρύνεται. «Σε ευχαριστώ καλό μου παιδί», λέει λίγο πριν φύγει και σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένος. Μέσα μου ξέρω πως αν δε το είχε πραγματικά ανάγκη δε θα το έκανε και αυτό με κάνει να τον θαυμάζω. Εκείνη τη στιγμή κέρδισε το ενδιαφέρον μου, την εκτίμηση, τον θαυμασμό μου. Κέρδισε πολύ περισσότερο όλα εκείνα που καμιά επώνυμη γλάστρα και καμιά αλαζονική φτηνή γκόμενα δεν είχαν κερδίσει ποτέ. Ίσως τελικά, εκείνο που είχε πει ο Βίκτωρ Ουγκώ να ορθωνόταν για μια στιγμή μπροστά στα μάτια μου: «Για να είσαι ελεύθερος, πρέπει να μάθεις είσαι φτωχός.»
Αυτός ήταν και ο λόγος, η αφορμή αν θες που με έβγαλε από το κομπλεξικό μου καλούπι και με έκανε να δω πως οι άστεγοι είναι άνθρωποι, δεν είναι «άστεγοι». Ίσως, μάλιστα, να τους αξίζει περισσότερο η ονομασία από όλους εμάς τους συνηθισμένους, τους ψεύτικους που δεν μας έμαθαν τίποτα περισσότερο από το να αγοράζουμε όνειρα μέσα από τη γοητεία της διαρκούς επιβεβαίωσης της ανικανότητάς μας και τον αγώνα για να αποδείξουμε πως τελικά δεν είμαστε ελέφαντες. Όμως, στην πραγματικότητα, μήπως τελικά είμαστε;
Προχωρώντας λίγο παραπέρα τη σκέψη μου, θα ήθελα να ασχοληθώ με όλους εκείνους τους δήθεν φιλάνθρωπους. Κρατάω τόσο θυμό μέσα μου. Η εικόνα τους με κάνει να τους λυπάμαι όμως, και όλος αυτός ο θυμός γίνεται απλά κατάφωρος γέλωτας, μια ειρωνεία ίσως. Μια ειρωνεία σαν κι αυτή που χαρίζουν σε άστεγους και άπορους, για να δείξουν αφενός τη φιλευσπλαχνία τους, αφετέρου για να νιώσουν λίγο καλύτερα με τα σιχαμερά «εγώ» τους.
Και είναι ειρωνεία γιατί ξέρω. Γιατί «ο αδιάφορος» με έμαθε πως είναι να αποδέχεσαι τον εαυτό σου, να ξυπνάς ένα πρωί και να τρίβεις στη μούρη του αφεντικού σου το μειωμένο σου μισθό όσο σε κοιτάζει ανίκανος να αντιδράσει. Βαθιά μέσα του γελάει, γιατί ξέρει πως κάποιος θα βρεθεί να σε αντικαταστήσει. Βαθιά μέσα σου ξέρεις. Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος. Και θα γελάσεις. Θα γελάς στη μούρη του. Γιατί η ζωή έχει πιότερη αξία όταν δεν αφήνεις να υποδηλώνουν την αξιοπρέπεια σου φτηνοί άνθρωποι.
                                 Καληνύχτα στα μικροαστικά εγώ σας,
                                                 πάω να μάθω πως να γίνω και εγώ άνθρωπος. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι