Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

*Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα...* #backtoblack

Γυρίζεις Αθήνα μετά από διακοπές. Νησί η φάση, ηρεμία, θάλασσα, μεθύσια, φίλοι, ανεμελιά... Μπαίνεις στο σπίτι και πετάς τα πράγματα σου στο κρεβάτι. Πού όρεξη για να κάτσεις να αναμοχλεύσεις τις σκόρπιες αναμνήσεις που βρίσκονται πεταμένες μέσα στη βαλίτσα; Τα σκουλαρίκια που σου χάρισε εκείνος καθώς περπατήσατε στα στενά του νησιού, τα μαγιό που δε ξέρεις γιατί αλλά δεν ένιωθες έτοιμη να αποχωριστείς ακόμα, το φόρεμα που φόρεσες το δεκαπενταύγουστο-γιατί η μαμά σου επέμενε πως είναι γιορτή και πρέπει να ντυθείς επίσημα... τι να πρωτοθυμηθεί κανείς... ακόμα και η αέρινη μακριά σου φούστα εκεί να σου θυμίζει που έσυρες πρώτη το χορό σε εκείνο το πανηγύρι ή και εκείνη η πέρλα που σου απόμεινε μία από το ζευγάρι μετά από εκείνο το μεθύσι... Πόση ξεγνοιασιά..., πόση μελαγχολία μπορούν τάχα να χωρέσουν και τα ντουβάρια σε τούτο το σπίτι;
Αποφασίζεις να βγεις. Παίρνεις κάποιο φίλο τηλέφωνο. Ο πρώτος δεν έχει επιστρέψει ακόμα, ο δεύτερος ετοιμάζει βαλίτσες για διακοπές τελευταίας στιγμής. Με τα πολλά βρίσκεις παρέα για ξύδια. Στο μυαλό σου υπάρχει ακόμα η εικόνα "παραλία-ούζο-θάλασσα-άραγμα-μπύρες". Και παραδόξως καταφέρνεις να τα ζήσεις αυτά και στην Αθήνα! Όταν έχεις όρεξη, όλα μπορούν να συμβούν. Βόλτα με μηχανή κάτω από το φεγγαρόφωτο, άραγμα σε μέρος που βλέπει όλη την Αθήνα-και να σκεφτείς ότι μέχρι προχθές αγνοούσα το Βύρωνα- και στη συνέχεια βόλτα στην Κερατέα! Και μπαίνεις και σε ένα ΚΤΕΛ για να γυρίσεις-γιατί χωρίς ΚΤΕΛ τι σόι φοιτήτρια είσαι εν καιρώ οικονομικής κρίσης;
Φτάνεις Αθήνα. Δεξιά και αριστερά σου άτομα βαμμένα και μέσα σε κοστούμια να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Εσύ μέσα σε ένα τζιν σορτσάκι να τους παρατηρείς νυσταγμένη. Κατεβαίνεις Συγγρού-Φιξ. Κάπου εκεί κοντά μένεις. Στρίβεις προς Πάντειο, βλέπεις έναν άνθρωπο να κείτεται στο έδαφος ανάσκελα και κάπου παραδίπλα ένα μαχαίρι. Είσαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι μαχαίρι. Αν μη τι άλλο η αντανάκλαση του ήλιου αυτό προδίδει. Δε μπορείς να τον δεις καλά, γιατί είναι κατηφορικό το γκαράζ, αλλά και μόνο αυτά που βλέπεις είναι αρκετά για να σε σοκάρουν.
Αρχίζεις να προχωρείς προς την αντίθετη κατεύθυνση φρικαρισμένη. Αυτός ο άνθρωπος ενδέχεται να ήταν νεκρός; Στρίβοντας προς το επόμενο στενό το ενδιαφέρον σου κινεί ένα περιπολικό που κατευθύνεται προς το σημείο που είδες τον κύριο αυτό πεσμένο. "Ωραία, ειδοποίησε κάποιος άλλος" σκέφτεσαι. Προχωρείς προς το σπίτι και επιταχύνεις το βήμα. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν άνθρωποι να κοιμούνται μέσα στα αμάξια τους. Η εικόνα τους σε συνδυασμό με το θέαμα που είχες δει λίγο νωρίτερα στάθηκε αρκετή για να σε φρικάρει.
Μπαίνοντας σπίτι πετάς τα ρούχα σου αηδιασμένη και ανοίγεις τηλεόραση. Κάτι για το Σαμαρά, κάτι για την πρώτη εκπομπή την δημόσιας τηλεόρασης. Πουθενά μία πρόταση για εκείνον που είχες δει λίγο νωρίτερα, ούτε καν μια μικρούλα αναφορά στο αστυνομικό δελτίο. Αποφασίζεις να ξαναβγεις μέχρι εκείνο το σημείο, να ξανακοιτάξεις. Προχωράς και δε βλέπεις τίποτα. "Μα... αφού το είδα", σκέφτεσαι. Ήταν ένας άνθρωπος μέσης ηλικίας πεσμένος στο έδαφος και ένα μαχαίρι δίπλα του. "Ίσως ήταν πρεζόνι", σκέφτεσαι. "Ίσως προσπάθησε κάποιος να τον κλέψει, τον γρονθοκόπησε και τον άφησε εκεί αβοήθητο."... Πολλά ίσως.
Στο μόνο πράγμα που δεν χωράνε ίσως, είναι η συνήθεια. Συνηθίσαμε τόσο πολύ τη βία που οι άνθρωποι που περνούσαν από εκεί τον κοιτούσαν απλά. Που ο σερβιτόρος στο παραδίπλα μαγαζί συζητούσε με μια τσατσά για κάτι, το οποίο μάντευες πως είναι αυτό, αλλά δε πλησίαζε κανείς. Που δεν αναφέρθηκε πουθενά τι στο διάολο ήταν αυτός. Και εσένα να σε τρώει η απορία. 
Να σε σιγοτρώει η απορία και να σε αηδιάζει αυτή η εκκωφαντική συνήθεια της πόλης. Αυτή η συνήθεια, αυτή η ρουτίνα, το στρες, το άγχος. Όλα αυτά. Όλος αυτός ο καρκίνος που αναπνέεις κάτω από τον γκρίζο ουρανό της Αθήνας. Της Αθήνας που άλλοτε έχεις αγαπήσει, αλλά να.. είναι που μοιάζει σαν έμπειρη γυναίκα και αυτό σε τρομάζει ώρες ώρες. Σα γυναίκα που πρέπει να προσέχεις μια ζωή πως θα της φερθείς. Ειδικά τις νύχτες της, βγαίνει έξω και αλωνίζει. Και εσύ πολύ μικρός, χαμένος κάπου ανάμεσα στον καπνό του τσιγάρου της, να προσπαθείς να ορθοποδήσεις ανάμεσα στους μνηστήρες και τα καμώματά της. Εκείνους τους μνηστήρες που χάνονται κάτω από τον γκρίζο αυτό ουρανό για να ξεχνάνε, για να κλείνουν πληγές και μπλέκονται στη σαγήνη της. Της νύχτας, της Αθήνας... μιας παλλακίδας ερωμένης ένα κάποιο βράδυ με πανσέληνο. 
Και έπειτα.. όλα εκείνα που άφησες πίσω και θες να ξαναζήσεις. Οι παρέες, οι ξεγνοιασιά, τα γέλια. Αλήθεια, στο χωριό οι άνθρωποι έχουν για λίγο, έστω για λίγο το δικαίωμα να νιώσουν και πάλι ελεύθεροι, και πάλι παιδιά. Βλέπεις τους παιδικούς σου φίλους και αναπολείς στιγμές. Όχι, τα χρόνια δεν περνάνε εκεί. Γεμίζεις ιστορίες να διηγείσαι, όχι χρόνια στην πλάτη σου. Αυτά τα βάζεις το χειμώνα. Το μίζερο χειμώνα στα δικαστήρια και τις κλινικές, στις αίθουσες, σε εκείνους τους τέσσερις τοίχους και το ταβάνι-που να δεις αστέρια το χειμώνα; πού καιρός για να αράξεις με φίλους; πού όρεξη;- σε εκείνα τα τόσα χιλιόμετρα που σε χωρίζουν από την παιδική σου φίλη, σε εκείνες τις ζωές που διαλέξατε και σας χωρίζουν από τα παιδικά σας χρόνια. 
Τα παιδικά τα χρόνια που περιμένουν κάθε καλοκαίρι και σαν άλλος θεός και δαίμονας ξυπνάνε από τη λήθη. Τα χρόνια εκείνα που περιμένουν μία στάλα αρμύρα για να ζωντανέψουν και πάλι. Τα χρόνια εκείνα που θα περιμένουν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι πιστά στο ραντεβού τους, όπως κάνουν πάντα. 
 Μέχρι τότε έχουμε έναν χειμώνα να βασανίσουμε και να μας βασανίσει. Και εδώ που τα λέμε... ίσως να έχει και αυτός τα θετικά του. Απλά κάθε μετάβαση είναι δύσκολη, οπότε αφήστε με να αναπολώ καλοκαιρινές στιγμές και να γκρινιάζω μιας και έχω ακόμα την γεύση της αρμύρας στα χείλη.
Come as you are, as you were, As I want you to be As a friend, as a friend, as an old enemy. Take your time, hurry up The choice is yours, don't be late. Take a rest, as a friend, as an old memory
           

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι