Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

*Διαδρομές*


-Α! Να δες περνάει το 100. Πάντοτε ακούραστο, σχεδόν άδειο, πάντα. Κάνει την ίδια διαδρομή. Και δε σταματάει ποτέ. Πρέπει να είναι ότι πιο ανούσιο υπάρχει, αυτό το λεωφορείο, είπε και του ξέφυγε ένα ειρωνικό γέλιο.
-Μη το λες. Όλα τα λεωφορεία έχουν μια μαγεία. Ξέρεις, όλα έχουν ένα προορισμό. Κάπου πάνε, κάπου καταλήγουν. Ανούσιες και ουσιαστικές διαδρομές, που αυτοπροσδιορίζονται, είτε από τον προορισμό, είτε από το ταξίδι, είτε και από τα δύο, ποιος ξέρει; Είναι όπως οι ανθρώπινες ζωές, ας πούμε. Ποτέ δε μπορείς να παρεκκλίνεις από τη διαδρομή, αλλά πάντοτε μπορείς να γνωρίσεις εμπειρίες, από τους ανθρώπους που μπαίνουν σε αυτήν.
-Α! Μπα μη το λες. Όλοι μπορούν να κάνουν την αλλαγή, να παρεκκλίνουν, όλοι μπορούν να γίνουν αυτό που θέλουν, ξέρεις.
-Δε διαφωνώ. Αλλά, ξέρεις είναι περίεργα τα πράγματα. Δεν είμαστε και η πιο ευνοημένη γενιά. Ξέρεις πως πάει. Μην αρχίσω τα δράματα. Η κατάσταση είναι λίγο πολύ γνωστή. Ίσως είναι πολυτέλεια το να ονειρεύεσαι στις μέρες μας. Δεν ξέρω... 
-Ναι, απλά ξέρεις τι μου τη σπάει; Όλοι αυτοί οι βλάκες. Όλοι τους πάνε κάπου και αν τους ρωτήσεις που θέλουν να πάνε δε ξέρουν. Να πχ αν σταματήσω ένα από αυτά τα αμάξια... Κανείς δε ξέρει που θέλει να πάει. Κανείς δε ξέρει αν πάει εκεί που θέλει. Και μεταξύ μας, ούτε εγώ είμαι σίγουρος. Τελειώνουμε... Είμαστε ξέρω 'γω ένα βήμα πριν κάνουμε το οτιδήποτε, πριν την αρχή του οτιδήποτε και δεν ξέρουμε καν τι είναι αυτό.
-Τι σκέφτεσαι;
-Δε ξέρω. Ίσως τελικά μείνω. Δεν έχω καταλήξει. Μια μέρα θα ήθελα να κάνω ταξίδια και να δίνω στον κόσμο λίγη από τη μαγεία που παίρνω μέσα από τις φωτογραφίες. Να κάνω μια δική μου έκθεση, να κάνω τους ανθρώπους να βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια μου. Να δω εγώ τον κόσμο, να τον γυρίσω.
-Εγώ, όταν ήμουν μικρή ήθελα να γράφω. Ξέρεις, σε κάποια φάση ήθελα να γίνω σκηνογράφος, σκηνοθέτης... το είχα πιστέψει τόσο που το είχα βάλει και στο μηχανογραφικό.
-Εντάξει, δεν έχει λεφτά ο χώρος...
-Ναι, το ξέρω γι αυτό το άφησα για hobby, Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Είναι αυτό που είπες πριν. Όταν κάνεις κάτι που θες, τουλάχιστον το θες. Και ξέρεις κάτι; Όταν θες κάτι, όταν το έχεις φανταστεί πάντα μπορείς να πετύχεις.
-Ναι, απλά ξέρεις....
-Είναι αυτό που σου έλεγα πριν. First world problems. Δε ξέρω, ίσως να χε δίκιο ο Ουγκώ που έλεγε ότι "Ελεύθερος είσαι μόνο όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις". Αν αποτύχεις χάνεις τα πάντα, αν όχι κατακτάς τον κόσμο. Αλλά είναι τόσο δύσκολο όταν έχεις τα πάντα να ρισκάρεις να τα χάσεις-έστω για λίγο- για να ακολουθήσεις μια ίσως παρόρμηση. Δε ξέρεις ποτέ τι θες μέχρι να τα χάσεις όλα. Και πάλι δηλαδή, ίσως να μη ξέρεις τι θες, απλά ίσως έχεις την πολυτέλεια να το αναζητήσεις χωρίς το φόβο της αποτυχίας.
-Δε ξέρω. Ίσως δε χρειάζεται να είμαστε τόσο δραματικοί. Τα πράγματα μπορεί να είναι και πιο απλά. Ίσως πρέπει απλά να αφεθούμε σε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε, σε αυτό που μας κάνει χαρούμενους και να αφήσουμε όλα τα άλλα. Δεν υπάρχει σιγουριά. Δεν υπάρχει σιγουριά που να συγκρίνεται με την ικανοποίηση που παίρνεις όταν κάνεις κάτι που σε γεμίζει. Όλοι μας ξέρουμε που ανήκουμε - τον προορισμό - αρκεί να αφεθούμε.

Και όταν πια διαλέξουμε προορισμό ξεκινάει η ακούραστη διαδρομή, ξεκινά το ταξίδι. Κάποιοι μένουν μαζί μας, κάποιοι φεύγουν. Κάποιοι κουράζονται και κατεβαίνουν, δεν αντέχουν τα εμπόδια. Κάποιους δε τους αντέχουμε εμείς και τους ζητάμε να αποβιβαστούν. Κάποιοι μένουν. Το σημαντικότερο είναι να μη χανόμαστε εμείς οι ίδιοι μέσα στο πλήθος. Και να μην τρέχουμε ποτέ πίσω από λεωφορεία. Γιατί στη ζωή όπως και στις σχέσεις πάντα θα υπάρξει το επόμενο, το οποίο ίσως να έχει περισσότερο χώρο για μας. Και όσο για το που θα βγει, ακόμα κι αν είσαι το 100, πάντοτε υπάρχει έστω ένας άνθρωπος εκεί έξω, ο οποίος περιμένει εσένα, όσο εσύ συνεχίζεις αδιάκοπα να βαδίζεις προς τον προορισμό σου.



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι