Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επίδειξη ισχύος.

Έχοντας ζήσει όλη τη μετάβαση από την ανθρωπιά στον καταναλωτισμό, από την αλληλεγγύη στην επίδειξη ισχύος, πιστέψαμε σε αυτή τη φούσκα από χρυσαφί περιτύλιγμα και προσπαθήσαμε να ντυθούμε ένα πανάκριβο προσωπείο. Γιατί; Γιατί θεωρήσαμε δεδομένο το ότι είμαστε άνθρωποι. Όμως, όχι κύριοι. Άνθρωπος δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Άνθρωπο σε κάνουν οι εικόνες σου, οι στιγμές σου, τα λάθη και οι αδυναμίες σου. 
Η δύναμη είναι εκείνο το φίλτρο που σκοτώνει την ανθρωπιά σου, που μολύνει τη σάπια σου σάρκα, λεκιάζει την βρώμικη ψυχή σου. Και μένεις μόνος και δυνατός. Μην είσαι γελοίος. Ποιος μόνος είναι δυνατός; Και ποιος δυνατός έχει τάχα φίλους μόνο επειδή είναι δυνατός;
Πρέπει πάνω από όλα να είσαι άνθρωπος, να αγαπάς, να αγαπιέσαι. Τι ωραίο συναίσθημα. Ναι, συναίσθημα φίλε. Στο τρίβω στη μούρη καθώς βγάζεις από την τσέπη σου ένα χαρτονόμισμα κοινωνικής υποχρέωσης. Αλλά ξέρω εσύ δε μπορείς να το δεις. Βλέπεις απλά στο πρόσωπό μου μια αχάριστη κακομαθημένη που σου πετάει το χαρτονόμισμα στη μούρη. Πονάει ανθρωπάκο, έτσι; Πονάει που δεν υπολογίζω τον κόσμο σε λεφτά και με τη διαπεραστική ματιά μου στου δείχνω την αλήθεια μου. Μακάρι να άκουγες έστω ένα ψίθυρο από τη σιωπή μου, ανθρωπάκο. Μακάρι να μπορούσες να γίνεις έστω για λίγο άνθρωπος, ξέρεις να νιώσεις. Ξέρεις αλήθεια; Ίσως όπως εγώ κέρδισα την ανθρωπιά να τη θεωρώ δεδομένη και για σένα. Είναι όμως, ανθρωπάκο;
Σε βλέπω να με κοιτάζεις με οίκτο καθώς στο μυαλό σου έχεις ήδη βγάλει το πόρισμα "Πάει τρελάθηκε αυτή". Ξέρεις, όταν πρόκειται για κάτι που δεν καταλαβαίνουμε όλοι χαρακτηρίζουμε τον άλλο τρελό, ίσως και ηλίθιο. Όπως κι εγώ εσένα ανθρωπάκο. Ή μάλλον όχι. Ηλίθιος είναι εκείνος που σκέφτεται λάθος ανθρωπάκο. Εσύ δεν είσαι ούτε αυτό. Είσαι όλος ο οίκτος που κρύβω μέσα μου, όλο το σάπιο τμήμα του εγώ μου. Ναι, αυτό το φρικτό απείκασμα της φαντασίας μου που ενίοτε παίρνει τη μορφή σου και ορθώνεται μπρος τα δυο μου μάτια, όταν σε βλέπω να περιφρονείς. Είναι όλη η σιχαμάρα του κόσμου που βλέπω στο πρόσωπό σου, κάθε φορά που βάζεις το χέρι σου στην τσέπη.
Θεωρίες θα πεις ανθρωπάκο. Θεωρίες είναι όλα όσα δε μπορεί να συλλάβει ο πρακτικός εγκέφαλός σου. Θεωρίες και όλα αυτά που σκέφτομαι γιατί δεν μπορώ να μετράω τους ανθρώπους σε κέρματα ανθρωπάκο. Κάθε μου κέρμα το δούλεψα, κάθε μου κέρμα είναι αποτέλεσμα της δουλειάς μου. Και που ήσουν τότε ανθρωπάκο; Που ήσουν όταν είχαν ανάγκη έναν ώμο να γύρω όταν γύριζα κατάκοπη σπίτι; Πουθενά δεν ήσουν ανθρωπάκο.
Πιστεύεις, λοιπόν, πως το χαρτονόμισμα σου θα με σώσει; Πιστεύεις πως αυτό έχω ανάγκη από σένα; Ξέρεις κάτι τέτοιες στιγμές γελάω, γελάω μαζί σου και με την αφέλεια που σε κυβερνάει ώρες-ώρες. Ξέρεις τι κάνεις με αυτό σου το χαρτονόμισμα; Άλλη μια τρύπα στο νερό, έναν κύβο στον αέρα. Μ' αηδιάζεις. Η αποτρόπαια εικόνα του χαρτονομίσματος σου με θλίβει. Μόνο τόσο με κοστολογείς, ανθρωπάκο; Μόνο τόσα μπορείς να μου δώσεις; Μάλλον δεν πιστεύεις στον εαυτό σου. Ίσως και να τον διαθέτεις αλλού. Διόλου με νοιάζει. Μην προσποιείσαι όμως. Δεν έχω ανάγκη την κοινωνική σου υποχρέωση για να ζήσω, δεν έχω ανάγκη από αυτό σου το χαρτονόμισμα. Ίσως, όπως εσύ δεν έχεις ανάγκη την αλήθεια μου. Κλείσε τα αυτιά σου τότε. Μην την ακούς. Μείνε με τα χαρτονομίσματα και με τους ομοίους σου, όσο εγώ θα χαίρομαι για τους λίγους ανθρώπους που γνώρισα. 
Κι αν τώρα σε βλέπω να γελάς κατάφωρα και να με περιφρονείς, σε καταλαβαίνω, γιατί ξέρω. Ξέρω πως βαθιά μέσα σου με μισείς που δεν σε έχω ανάγκη, που μπορώ να μη σε μετράω σε χαρτιά, που μπορώ χωρίς αυτά. Κι αν δε με μισείς κι απλά με περιφρονείς, θα με μισήσεις το νιώθω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εμένα ο εγκέφαλός μου δεν ένα μοβ ορθογώνιο με αριθμούς. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ξέρω όλα εκείνα που ποτέ σου δεν τόλμησες να μάθεις. 
Και φοβάσαι. Το νιώθω πως φοβάσαι. Κάθε βράδυ ξυπνάς ιδρωμένος, πετάγεσαι από το ζεστό σου κρεβάτι και πηγαίνεις στο ψυγείο. Βάζεις ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψάσεις το στόμα σου και ύστερα πηγαίνεις στο πουγκί με τα χαρτονομίσματά σου για να αποσβέσεις τους πόθους σου, τις ανησυχίες σου. Βλέπεις; Είναι εκεί και θα είναι εκεί, σε εκείνο το άχρωμο πουγκί. Όλες σου οι ανησυχίες χωράνε εκεί μέσα. Τόσο μικρό είναι το μέγεθός τους, τόσο ασήμαντο που χωράει σε κάτι άψυχο, που είναι τόσο αμετάβλητο, τόσο μονοδιάστατο όσο οι πρακτικές σου που χλευάζουν τις θεωρίες μου. Μια μάζα από κούτσουρα έτοιμη να καταρρεύσει μπρος τα μάτια σου. Μια σωρεία από αριθμούς, το πιο τρελό σου όνειρο. Ένας κόσμος με αγάπη το δικό μου. 
Ξέρεις ίσως τα όνειρά μας μοιάζουν σε κάτι. Ποτέ όσο υπάρχω εγώ και εσύ δε θα γίνουν πραγματικότητα. Μα δε με φοβίζει αυτό, ξέρεις. Η δικιά μου ελπίδα θα μείνει αναλλοίωτη στο χρόνο, δε θα μου την εξαγοράσει κανείς. Η δικιά σου αλήθεια είναι ήδη πουλημένη.
Κλάψε φιλαράκο. Κλάψε όσο είναι ακόμα καιρός, όσο οι θεοί σου το επιτρέπουν. Γιατί θα έρθει η μέρα φιλαράκο που θα στο απαγορεύσουν κι αυτό, να το θυμάσαι.  Όπως σου κατάργησαν την αγάπη. Και τότε φιλαράκο δε θα είμαι εκεί να σε σώσω. Κανένας δε θα 'ναι. Μήτε οι θεοί, μήτε οι δαίμονες που κατά καιρούς έχεις δοξάσει. Μόνος σου σύμμαχος το πουγκί σου, καθώς εγώ θα γελάω που σέρνεσαι μόνος στο λάκκο μαζί του. Ναι, φιλαράκο, θα γελάω, όπως γελάς εσύ τώρα με την ανθρωπιά μου, όπως γελάς που περιφρονώ τα χαρτιά σου, που βοηθάω, που λυπάμαι, που αγαπάω.

                                                                          Καληνύχτα φιλαράκο μα να ξέρεις,
                                                                              ο δρόμος που διάλεξες είναι αδιέξοδο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι