Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«Η ομορφιά θα σκοτώνει πάντα το θηρίο»

Καθώς γυρίζω μεθυσμένη από κάποια από εκείνες τις εξόδους, που συνήθιζες να λατρεύεις, παρατηρώ πάνω στο έπιπλο του γραφείου εκείνο το post it που είχες αφήσει κάποτε. «Η ομορφιά πάντα θα σκοτώνει το θηρίο», έγραφες με άτσαλα γράμματα, μπορεί καλλιτεχνικά. «Η ομορφιά θα σκοτώνει πάντα το θηρίο» επανέλαβα και εγώ για να προσπαθήσω να καταλάβω τι εννοούσες. Πέρασαν τόσα χρόνια και δε θυμάμαι πια γιατί το ‘χες γράψει. Θαρρείς και κάτι ήθελες να πεις. Θαρρείς και ήταν τόσο σημαντικό που ήθελες να το μοιραστείς μαζί μου. Το νόημα όλης μου της ζωής… το νόημα της δικής σου; Κι έπειτα, τι νόημα έχει μετά από τόσα χρόνια να το σκέφτομαι; Πάνε τόσες και τόσες νύχτες που δε το πρόσεξα. Νύχτες που δεν ήξερα τι κάνεις, που βρίσκεσαι. Σα να πάσχιζα σα δραπέτης να σου ξεφύγω. Από εκείνη τη βρώμα την αγάπη σου. Πόσο ηλίθιος υπήρξες; Πόσο τιποτένιος; Τόσο με υπολόγιζες που με αγάπησες. Λες και δεν νοιάστηκες ποτέ σου για μένα.
Θυμάμαι έμπηγα τα νύχια στο δέρμα και μαχόμουν σε μια άρρωστη παραζάλη, σε ένα ποτήρι καυτό αλκοόλ. Νύχτες και νύχτες παραδομένη στις υλικές τους απολαύσεις. Σταγόνες λήθης πάνω στις πληγές μου να με κάνουν να πονώ, άλλοτε πιότερο και άλλοτε να με ναρκώνουν. Και εγώ χαρούμενη να επαίρομαι από τους νέους μου μνηστήρες. Θαρρείς και μου πρόσφεραν κάτι, θαρρείς και με έκαναν να νιώθω περισσότερη, να νιώθω πως κάπου υπάρχω, πως κάπου ανάμεσα στους τόσους κολασμένους υπήρχε και μια θέση για εμένα. Κάπου πιο μακριά σου. Κάπου που δε θα υπήρχες εσύ και η μίζερη αγάπη σου.
Ίσως να έκλαψα κάποια βράδια, να ένιωσα πολύ λίγη, αλλά να ξέρεις…. -ναι, εσύ θα πρέπει να το ξέρεις καλύτερα από όλους τους άλλους αυτό…- πάντα φοβόμουν τη μοναξιά. Δε μου άρεσε να μένω μόνη σπίτι. Ακόμα κι όταν αναγκαζόμουν να το κάνω επειδή δεν είχα λεφτά, έπαιρνα τους δρόμους. Δεν άντεχα τη φυλακή της μοναξιάς. Κείνοι οι τοίχοι θαρρείς και ήταν στοιχειωμένοι έρχονταν με μανία κατά πάνω μου σαν τύχαινε να μείνω μέσα. Και η ντουλάπα. Θυμάσαι πόσο μεγάλη ντουλάπα είχα;
Πάντοτε λάτρευα να είμαι κοκέτα, πάντοτε αγόραζα ρούχα για να καλύπτω τη γύμνια της ψυχής μου, τη γύμνια εκείνη που δε μπόρεσα ποτέ μου να κρύψω στ’ αλήθεια. Ότι κι αν έκανα, όποιο δρόμο κι αν ακολουθούσα πάντοτε αυτή εκεί να με στοιχειώνει. Ίσως να μη το έβλεπαν όλοι, αλλά εγώ το έβλεπα κι αυτό είχε πιότερη σημασία. Μια ζωή κυνηγημένη. Από την αγάπη, από σένα, από τον εαυτό μου. Σαν άλλος ταξιδιάρης φυγάς να μεταναστεύω από τη μια σκηνή στην άλλη κυνηγημένη πάνω από όλα από μένα. Φαύλος κύκλος, τι τα θες;
Ήταν όμορφα τα σατέν και τα μετάξια που φορούσα, ωστόσο. Κεινα τα φορέματα τα κόκκινα και τα μπλε. Πάντα μου άρεσε το μπλε, το κόκκινο, το λευκό. Τα θεωρούσα πολύ σικάτα. Φορούσα τις μπαλαρίνες μου, τα στενά τα τζιν και ένα ζευγάρι μεγάλα κοκάλινα γυαλιά και πήγαινα στο Κολωνάκι. Θαρρείς και ένιωθα πως ήμουν η Audrey Hepburn στο Breakfast at Tiffanys κάθε φορά που έπινα εκείνο τον καφέ-τούρτα, όπως συνήθιζες να τον αποκαλείς, μπρος την βιτρίνα του Lalaouni. Ξέρω τι θα πεις. Μια ξιπασμένη έφηβη. Μια ευτελής πόρνη παραδομένη στην πουτάνα τη γκλαμουριά. Δε θα το αρνηθώ. Δίκιο σου ρίχνω.
Μα, να ξέρεις, ποτέ μου δε μπόρεσα να ζήσω χωρίς όλα αυτά. Ακόμα και τώρα που το σώμα μου γέρασε, η ντουλάπα μου είναι γεμάτη από δαύτα. Τσάντες και παπούτσια αγορασμένα σε κάθε συνοικία της Αθήνας. Μπλούζες και φορέματα φορεμένα σε κάθε άκρη αυτής της χώρας, σε κάθε σημείο του μυαλού. Θαρρείς και έχουν μείνει σαν ανάμνηση μιας κάποιας εποχής, μιας κάποιας έφηβης σκάρτης ανωριμότητας. Έχω σκεφτεί πολλές φορές να τα δωρίσω, να τα πετάξω, να πιάσω μια κοπέλα και να την ντύσω. Μα, μονομιάς η σκέψη μου φεύγει και πηγαίνω στη κουζίνα να φτιάξω καφέ.
Ο γιατρός είπε ότι βλάπτει στην πίεση ο καφές. Ναι. Μου είπε να κόψω και το τσιγάρο. Γεράσαμε πια και ακόμα δεν έμαθα τι σήμαινε εκείνη η φράση. Γεράσαμε πια, και χαθήκαμε. Άνθρωποι ξένοι, άνθρωποι γνωστοί. Μια μάζα από μπετό να μας περιβάλλει. Σκατά τα κάναμε, μ’ ακούς; Γεράσαμε. Τι νόημα έχει τώρα πια θα μου πεις… Αυτό λέω κι εγώ. Θαρρείς και θα άλλαζε κάτι. Έπειτα, δε ξέρω. Μια ζωή συνήθισα. Σα να μου κρατούσαν μια σακάτισσα συντροφιά τόσα χρόνια, ένα άστεγο  απάγκιο να λέω τα προβλήματά μου. Τα προβλήματα που εσύ δημιούργησες. Εσύ και η ηλίθια αγάπη σου.
Καθώς το αναμοχλεύω σκέφτομαι ότι εκείνα έχουν μείνει πιότερο από κάθε άλλον δίπλα μου. Στη συνειδητοποίηση αυτή πιάνω τον εαυτό μου να σκάει ένα ειρωνικό γελάκι. Σάμπως ήθελα και κανέναν σας; Μια ζωή αυτομαστίγωμα, μια ζωή να μισώ τις δεσμεύσεις, να μισώ την ανάγκη που έχετε όλοι σας για ‘κείνη τη σάπια την κοινωνική αποδοχή. Ξέρεις, ποτέ μου δεν ντύθηκα όμορφα για να αρέσω. Ήθελα μόνο να αρέσω σε μένα. Και μου άρεσα. Όλες εκείνες οι πασμίνες που με τύλιγαν ήταν τόσο απαλές και τόσο όμορφες που με έκαναν να ξεχνώ τα πάντα. Κάτσε, κάτσε, πάω να δω στο πατάρι. Κάπου πρέπει να τις έχω μέσα σε εκείνο το σωρό από φωτογραφίες.
Ναι, φωτογραφίες. Πάντα κρατάω αρχείο από όλους μου τους έρωτες. Μικρές στιγμές αποτυπωμένες στο χαρτί. Ποτέ μου δε κατάλαβα γιατί θέλαμε να θυμόμαστε. Ποτέ δε μ’ άρεσε. Αλλά κείνο το γυαλιστερό χαρτί, το γεμάτο χρώματα αποτελούσε πάντοτε πηγή έμπνευσης για τη στείρα ζωή μου. Έπειτα, πολλές φορές οι εικόνες ήταν καλύτερες από τις αναμνήσεις. Αυτό, ρε παιδί μου, που πρέπει να γελάσεις. Δείχνουν τόσο όμορφες, είσαι δεν είσαι χαρούμενος. Βουβές εικόνες σε ένα άψυχο κομμάτι χαρτί τραβηγμένες με το λάγνο βλέμμα μιας polaroid. Εικόνες χαράς. Στιγμές απάθειας.
Τη θυμάσαι την polaroid μου, αλήθεια; Ήταν συλλεκτικό κομμάτι. Μου την είχε χαρίσει ο παππούς μου που ήταν ναυτικός. Βασικά δεν ήταν παππούς μου. Ήταν ο δεύτερος άντρας της γιαγιάς μου. Τι τα θες όμως; Πέθανε από καρκίνο. Άδοξη η τύχη όσων έμπλεξαν με αυτό το όνομα στο σόι. Απίστευτος ο κόσμος και ο χαρακτήρας μας. Θαρρείς και είναι κάποιου είδους κατάρα που μας στοίχειωσε μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Η κατάρα εκείνη της μοναξιάς. Ο μεγαλύτερος φόβος μας, να ορθώνεται μπρος στα μάτια μας σαν καρικατούρα ενός σουρεαλιστή ζωγράφου, σχεδόν ημίτρελου, κάτω από την επήρεια αλκοόλ και μαριχουάνας.
Και φτου κι απ’ την αρχή. Να μπλέκεις με τον επόμενο, να τον αγαπάς, μέχρι να φύγει. Να τον χωρίζεις στο φόβο της απώλειας ή να χάνεται σε μια στάλα αιωνιότητας, να φεύγει. Κι εσύ να μένεις. Μια Πηνελόπη καρτερώντας για έναν Οδυσσέα. Ένα δυσπρόσιτο λιμάνι καλυμμένο με βράχια. Να σκάει το κύμα και να μη σ’ αγγίζει. Να πλησιάζουν ψαρόβαρκες, να αράζουν, να μη μένουν. Να ‘χεις το κύμα μόνιμο προστάτη, φύλακα άγγελο να τους διώχνει από κοντά σου. Τόσο κράτησαν οι σχέσεις μου. Τόσο οι γάμοι της γιαγιάς.
Και ξέρεις, δε το μετανιώνω. Θαρρείς και αν κάποιος ήταν το καράβι μου θα μπορούσε να μείνει. Θαρρείς και η ομορφιά του να μπορούσε να σπάσει το κύμα. Η ομορφιά, όχι η αγάπη, μ’ ακούς; Δε τη θέλω την αγάπη σου, στο ξανάπα. Μα ήταν όλοι τους τόσο λίγοι, τόσο βουβοί. Κανείς ανάμεσά τους, κανείς άνθρωπος να μ’ αγκαλιάσει με ένα του βλέμμα. Κανείς να μου εξηγήσει τι στο διάολο είναι αυτή η ομορφιά. Μια ζωή το σεξ, το σεξ και το σεξ. Λες και μέσα σε τούτη μόνο τη λέξη κρυβόταν όλη τους η ύπαρξη. Λες και όλες τους οι ανησυχίες μπορούσαν να χωρέσουν σε μόνο τρία γράμματα. Άνθρωποι άσχημοι, νεκροί. Κενές οντότητες μέσα σε μια σάπια ολότητα. Μικρές ορατές κουκκίδες χαμένες σε ένα χάρτη ανυπαρξίας, κάπου χαμένοι στα σημεία των καιρών.
 «Η ομορφιά πάντα θα σκοτώνει το θηρίο». Ίσως να ‘χες δίκιο τότε που το ‘πες. Μόνο τώρα μπορώ να σε καταλάβω. Μα τι νόημα έχει τώρα πια; Ακόμα και η μορφή σου δεν είναι παρά μια σκάρτη θύμηση για να ‘χω κάτι να λέω την ώρα του καφέ. Σε ποιον το λέω; Δεν έχει καν νόημα. Αφού κανείς δεν μου απαντάει.
Αγαπημένοι καραγκιόζηδες, μικροί σαλτιμπάγκοι. Ανούσιες βραδιές για να γεμίζουν τα χρόνια μου. Και δες με. Έχω πράγματι ιστορίες να διηγηθώ, μα δεν είναι εδώ κανείς να τις ακούσει. Η εμπειρία, λένε, είναι μια χτένα που βρίσκεις αφότου έχεις χάσει όλα σου τα μαλλιά. Κι εγώ πια την έχω. Πήγα και την αγόρασα προχθές από το φαρμακείο. Μα, πια κείνη η πλεξούδα που ‘χα δείχνει τόσο άσχημη βαμμένη καθώς είναι στα λευκά. Η ασχήμια τους την έβαψε άσπρη. Η σαπίλα τους μου ζάρωσε το πρόσωπο. Και καμιά επέμβαση και καμιά κρέμα δεν είναι ικανή να με προστατεύσει από κείνη τη φθορά. Γιατί τούτη η σχέση είναι αμφίδρομη. Αν δεν βρεις την ομορφιά που θα σκοτώσει το θηρίο...


«Το θηρίο πάντα θα σκοτώνει την ομορφιά». Σου απαντάω εγώ, όπου κι αν είσαι.

Σχόλια

  1. αχ είναι η δεύτερη φορά που το διαβάζω... τι ωραίο!! αχ βρε χαρούλα μου χουν λειψει κάτι συζητήσεις μας που μου πετάς αυτά τα ωραία!:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χαχαχ μάλλον γι αυτό έχω συγγραφική ένδεια το τελευταίο διάστημα, γιατί δεν έχω κάποιον να συζητήσω για να γράψω τέτοια κατεβατά! κι εμένα μου έλειψαν οι συζητήσεις μας ρε γλυκουλιιι ^_^ 2 μηνες έμειναν και θα είμαι πίισω! <3 (επίσης ααχ αυτο το breakfast at tiffany's!!! ακόμα και τώρα σκέφτομαι αυτή την ιστορία! You broadened my mind! ;) )

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι