Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δείξε μου έναν άνθρωπο.

Πόσα λαμπιόνια χρειάζεται η ανθρώπινη ψυχή για να καλύψουν τη γύμνια της; Πόσες στολισμένες βιτρίνες και δρόμους χρειαζόμαστε για να ξεχνάμε, για να πουδράρουμε τους φόβους μας, την ασχήμια της ψυχής μας;
Περπατώντας άσκοπα στο κέντρο της Αθήνας, ένιωσα χαρούμενη για λίγο. Παντού υπήρχαν στολισμοί και ένα εύθυμο κλίμα εορταστικό. Οι εικόνες έκαναν το μυαλό μου να ξεχαστεί, να ξεχάσει. Πολύχρωμα καρουζέλ να καλύπτουν το Ζάππειο, βιτρίνες με χριστουγεννιάτικα δέντρα και λαμπιόνια, ασημόσκονη και μικρά αστεράκια να λάμπουν στο γκαζόν που καλύπτει την πλατεία συντάγματος. Όλα τους έμοιαζαν να είναι τόσο όμορφα μέσα στην ψευτιά τους. Όλα τους έμοιαζαν υπέροχα, υπέροχα αλλά άδεια.
Κεκαλυμμένες αλήθειες μέσα σε χρυσαφί περιτύλιγμα, χαμένες μέσα στην κενότητα του. Πλάι σε μία βιτρίνα κάποιου φωταγωγημένου εμπορικού βρισκόταν ένας ηλικιωμένος που προσπαθούσε να κοιμίσει το κουρασμένο του κουφάρι ανάμεσα σε τσάντες με σκουπίδια και κούτες που είχε πετάξει ένας κατάκοπος υπάλληλος μερικές ώρες νωρίτερα. Λίγο πιο πέρα δύο μικρά παιδιά μου ζήτησαν να τους αγοράσω κάτι να φάνε. Η εικόνα αυτή με σόκαρε αρκετά πολύ, ώστε μερικές ώρες μετά την ανακαλώ ακόμα στη μνήμη μου και νιώθω οίκτο ακόμα και για την δική μου θλιβερή ύπαρξη. Για ποιες γιορτές μιλάμε; Γνωρίζουμε καν τι γιορτάζεται αυτές τις μέρες ή παρασυρμένοι από τον χοντρό κωλόγερο της Coca Cola ξεχάσαμε;
Οι μέρες αυτές είναι μέρες αγάπης, ανθρωπιάς. Πού είναι λοιπόν όλα αυτά; Και έπειτα, αρκούν άραγε μερικά λαμπιόνια για να κρύψουν την ανυπαρξία τους;
Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο σχετικά με τον στολισμό της πλατείας Ομονοίας, της καρδιάς της Αθήνας.  "Άνθρωποι του δήμου ξήλωσαν τα παγκάκια στα οποία κοιμόντουσαν οι άστεγοι γιατί δεν μπορούσαν να τους διώξουν αλλιώς και έπρεπε να στολίσουν για τις γιορτές.", έλεγε χαρακτηριστικά. Και διερωτώμαι εγώ είναι κατάσταση αυτή; Πώς εφησυχαζόμαστε γνωρίζοντας ότι εμείς γιορτάζουμε δαπανώντας double dot σε μπουζούκια και υπέρογκα ποσά σε δώρα όταν μερικοί συνάνθρωποι μας πεθαίνουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας;
Δε θα επιρρίψω ευθύνες στην κοινωνία, γιατί πάντα αυτή ήταν το κάλυμμα όλων μας. Κρυβόμαστε μέσα σε όρους που μπορούν να χωρέσουν τα στενά μυαλά μας και επαναπαυόμαστε. Θα επιρρίψω ευθύνες όμως στον καθένα από εμάς και δεν βγάζω τον εαυτό μου στην απέξω. Πού είμαστε, λοιπόν, όλοι εμείς όταν η κοινωνία μας χρειάζεται; Όταν πρέπει να δείξουμε την ανθρωπιά μας; Και κυρίως πως ξεχάσαμε ότι είμαστε άνθρωποι; Πώς αφήσαμε τη μαγεία της οικονομικής μας ανωτερότητας να μας κάνει υποδεέστερους των ζητιάνων; Και κυρίως πόσο ήσυχοι κοιμόμαστε τα βράδια στο ζεστό και πουπουλένιο μας στρώμα γνωρίζοντας ότι κάπου πιο δίπλα βρίσκεται ένα ηλικιωμένος να πεθαίνει, ένας αβοήθητος νέος, ένα παιδί να τρώει από τα σκουπίδια;
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μια μικρή αναφορά σε λαϊκισμούς όπως φιλανθρωπίες. Προσωπικά μέχρι πρότινος προσπαθούσα και εγώ με τη σειρά μου να ενισχύω διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις που είχαν σκοπό με μικροπράγματα που πουλούσαν την οικονομική ενίσχυση διάφορων ιδρυμάτων. Το έργο και η δράση τους είναι αξιέπαινα. Ωστόσο, πού ήμουν εγώ, όλο τον υπόλοιπο χρόνο; Γιατί περίμενα τα Χριστούγεννα για να προσφέρω κάτι; Και κυρίως γιατί να μας πιάνει αυτό το έστω ελάχιστο αίσθημα της φιλανθρωπίας μόνο στις γιορτές; Μόνο τις γιορτές ζουν οι άνθρωποι;

Τα παραπάνω σκοπό δεν έχουν να καταδείξουν φταίχτες και αθώους, αλλά θα μπορούσα να κοιμηθώ λίγο καλύτερα αν γνώριζα ότι κατάφερα να αφυπνίσω έναν άνθρωπο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι