Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σε ένα φύλακα άγγελο αλήτη....


Ένα πράγμα με κάνει να τους μισώ τόσο πολύ όλους. Και πιότερο ακόμα τον εαυτό μου. Ότι ο μόνος που πραγματικά ήξερε εμένα ήσουν εσύ. Ότι ο μόνος που ήξερε πως θα κάθομαι στη γωνιά μου και θα κλαίω-σαν παιδί που το χουν βάλει τιμωρία, για σκέψου-ακόμα και αν δεν το παραδέχτηκα ποτέ, ήσουν εσύ.
Εσύ που σου φέρθηκαν έτσι. Εσύ ο εγωπαθής, εγωκεντρικός και μυστηριώδης, ανασφαλής τύπος. Εσύ που τα παιδιά σε φτύνουν και γελούν τυλιγμένος καθώς είσαι μέσα στην αποκρουστική ασχήμια του εαυτού σου. Εσύ που όμως κρύβεις έναν άνθρωπο.
Ξέρεις... αυτό είδα σε σένα τότε. Αυτό και τώρα. Άφησε τους. Μην ασχολείσαι. Δε θα σε καταλάβουν ποτέ. Ζήσε για σένα. Μήτε εγώ δείχνω να μπορώ να σε καταλάβω πια. Γέρασα, ωρίμασα., σάπισα, άλλαξα. Λίγο από όλα ή και όλα μαζί. Πες το όπως θες. Δίκιο θα σου δώσω. 
Απλά φοβάμαι. Φοβάμαι όταν είμαι μαζί σου. Αυτό.
Δε φταις. Όχι, όχι εσύ δεν φταις. Μικρέ μου εγωπαθή άγγελε. 
Απλά η τόση ασφάλεια είναι τρομακτικά αποπνικτική και τη νιώθω σαν βαριά ταφόπλακα να σκάει πάνω μου κάθε φορά που νιώθω πως υπάρχεις. Και τότε θέλω να δραπετεύσω. Να σπάσω τα δεσμά μου και να αποδείξω πως είμαι δυνατή. Γιατί είμαι. Ακόμα και αν ποτέ σου δε το πίστεψες. Μη γελάς. Με πληγώνει.
Απλά δώσε μου μια ευκαιρία να βρω τα φτερά μου. Μη φοβάσαι. Δε θα σε απογοητεύσω. Ακόμα και αν το κάνω και πέσω, άσε με. Μη φοβηθείς. Μη με πιάσεις. Θέλω να δω πως είναι η πτώση. Ξέρεις μου χουν πει πως ο κόσμος φαντάζει σαν γυάλα όταν τον κοιτάς από κάτω. Θέλω, λοιπόν, να μάθω. Πρέπει να μάθω. Αν μη τι άλλο το χρωστάω στον εαυτό μου, δε νομίζεις;
Τόσα χρόνια έχτιζα παραδείσους και ζωγράφιζα φτερά για να μην πέσω. Απλές καθημερινές μου συνήθειες για να γεμίζω το χρόνο μου. Τόσα χρόνια με ανεχόμουν δειλή και αδύναμη. Φοβισμένη και κλεισμένη στο άδειο ετούτο κάστρο. Φοβόμουν τη ζωή, τους ανθρώπους και πιότερο εμένα. Την αδύναμη.
Άσε με να φύγω τουλάχιστον τώρα, που νομίζω στα είπα όλα και έχω εξαργυρώσει τις επιταγές μου.
Ω! Όχι ποτέ δεν είπα πως ήμουν υποχρεωμένη να στα πω όλα τούτα. Απλά έτσι ένιωσα. Γιατί τα φτερά σου, τα φτερά που με είχες κλείσει ήταν τόσο ασφαλή και όμορφα που πάντα με έκαναν να νιώθω ένα δέος για σένα, μια ενοχή και μια υποχρέωση.
Μα για δες... τι κρίμα! Έφτασαν να μου κρύβουν τον ήλιο και τρόμαξα τόσο σφιχτά που με κρατούσες. Θαρρείς πως νόμισα ότι θα με πνίξεις έτσι όπως με είχε κατακλύσει το σκοτάδι. Και ξέρεις, το φοβάμαι πολύ το σκοτάδι. Αλήθεια.
Μα τι σου λέω... Αυτό θα το θυμάσαι. Ξεχνιέται κείνη η τεράστια λάμπα που χα στο παλιό το σπίτι, κείνο που με πρωτογνώρισες; Σα θερμοκήπιο ήταν. Πατούσες το διακόπτη και με μιας το σπίτι γινόταν μέρα. Θυμάσαι πόσο όμορφο ήταν το σπίτι μου...ε;
Μην απαντήσεις. Κάθε απάντηση θα με κάνει να μείνω, να μετανιώσω γι' αυτά που σου είπα. Κάθε απάντηση θα με ρίξει κι ένα μέτρο πιο βαθιά στο τσιμέντο και θα κολλήσω μια για πάντα στο βάλτο. Και όχι δε το θες αυτό. Όχι για την πριγκίπισσα σου. 
Κανείς δε θέλει μια πριγκίπισσα βουτηγμένη στο βούρκο όταν η λάμψη και το γκλίτερ έχουν φύγει από τη συσκευασία, όταν η μάσκαρα έχει μουτζουρώσει τα μάγουλα της.
Γι' αυτό φεύγω. Μη με κοιτάς με αυτό το βλέμμα. Φεύγω σου λέω. Και δε θα με πείσεις να μείνω. Απλά φεύγω. Γυρνάω την πλάτη και φεύγω. Να! Κοίτα! Δες με. Μπορώ να το κάνω.
Αντίο λοιπόν, μικρέ έκπτωτε άγγελε, αντίο μικρέ μου μπάσταρδε ήρωα.
Πάω να βρω που πήγαν τα δικά μου φτερά. Και ίσως όταν τα βρω να έρθω πάλι σε σένα να τα πούμε, γιατί βαθιά μέσα μου είσαι εσύ το μόνο λιμάνι που πάντοτε άραζα στα μακρινά μου ταξίδια. Η αγκαλιά που ήταν πάντα εκεί για να με χωρέσει. Τα φτερά που πάντα ένιωθα να σηκώνουν το βάρος μου. Αντίο και να προσέχεις.
Οι άνθρωποι συχνά επαναπαυόμαστε στην αγάπη. Η αγάπη μας παρακμάζει μέσα από τον πιο άρρωστο εαυτό της. Κάποτε μου είχαν πει, πως το πιο άρρωστο συναίσθημα είναι ο έρωτας. Πιο φρικτό και παρακμιακό συναίσθημα από εκείνο της αγάπης δεν βίωσα ποτέ μου. Είναι κείνο το συναίσθημα που σε κάνει να κατρακυλάς χαρούμενος στο βούρκο επειδή κάποιος άλλος σ' αγαπάει. Είναι εκείνο το συναίσθημα που σε γερνάει, σε ασχημαίνει, σε κάνει θρασύ. Σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάποιος είσαι και πριν καλά καλά το καταλάβεις το μόνο πράγμα που σου χει απομείνει είναι εκείνος ο κάποιος που σ' αγαπάει-αν δεν σε έχει εγκαταλείψει κι εκείνος εν τω μεταξύ. Γι' αυτό δε θέλω αγάπη πλέον.  Έχω επιλέξει εκείνο το συναίσθημα που θέλω. Και δεν είναι άλλο παρά μια γλυκύτατη  και παθιασμένη αμφισβήτηση.

                                      

     Όταν η επιτυχία δεν είναι η μόνη λύση, τότε είναι η αποτυχία. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι