Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Όψεις... και απόψεις

What's wrong with you people? Mια βόλτα στην πλατεία Συντάγματος, μεσημέρι Κυριακής λίγο πριν τις γιορτές και το γαϊτανάκι ξεμπλέκεται, το παζλ συμπληρώνεται, οι εικόνες συνθέτουν μια σαγηνευτικά όμορφη παρακμή. 
Άνθρωποι ξένοι, άνθρωποι γνωστοί, παρακμιακοί και μη, όμορφοι, άσχημοι. Άνθρωποι που επιλέγουν μια κεκαλυμμένη κομπλεξική αλήθεια και άλλοι που βγάζουν περήφανοι βόλτα τα κόμπλεξ τους χωρίς καμουφλάζ, χωρίς να προσπαθήσουν καν να τα κρύψουν. Άνθρωποι που φοβούνται ή άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τις αλήθειες της μίζερης ύπαρξής τους. Άνθρωποι κυριευμένοι από πάθη ή από φόβο για το άγνωστο, το απλησίαστο. Άνθρωποι θαρραλέοι ή δειλοί. Εκείνοι που καίγονται με τη φωτιά, εκείνοι που καίγονται μέσα στη φωτιά των παθών τους και εκείνοι που μια ζωή ανέχονται συμβιβάζονται, φιμώνονται, σιωπούν. Άνθρωποι είτε με πολλές γνώσεις που πια μοιάζουν ανούσιες καθώς βλέπουν την αψίδα του θανάτου να έρχεται και άνθρωποι αμαθείς πλημμυρισμένοι από την άγνοια της ξεγνοιασιάς τους. Άνθρωποι που πιάνουν τη ζωή και της ζητούν παραπάνω από όσα μπορεί να τους δώσει, άνθρωποι που σαν άλλη παλλακίδα μπλέκει στα δίχτυα της η ζωή... και οι άλλοι. Οι άλλοι'εκείνοι που αδιαφορούν για τις γνώσεις της ζωής, που βολεύονται στη σιγουριά της μίζερης μετριότητας τους και αντί να παλέψουν έστω να κοιτάξουν λίγο πάνω από αυτήν, δειλιάζουν και χάνουν.
Ένα συνονθύλευμα ανθρώπων ή δύο ξεχωριστές κατηγορίες. Δυο κατηγορίες. Δυο ομάδες. Το ying και το yang. Όλοι οι καλοί μία ομάδα, όλοι οι κακοί άλλη μία. Σε ένα διαρκή αγώνα μεταξύ τους, σε ένα διαρκή αγώνα για διάκριση. Ποτέ, όμως, κανείς νικητής. Πάντα χαμένοι. Και οι δυο τους.
Μήπως τελικά ο κόσμος μάτια μου είναι ασπρόμαυρος και πρέπει να ανοίγεις τα μάτια σου πριν κρίνεις αυτό που βλέπεις; το αλλιώτικο;


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι