Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Απολογία ενός ξεπεσμένου ονειροπόλου



Καθισμένη μπροστά στην αδιάφορη οθόνη του υπολογιστή μου που με κοιτάζει σαρκαστικά με ύφος σχεδόν θρασύ, βυθίζομαι σε σκέψεις, σε ένα πολύ γνωστό μου μονοπάτι, εκείνο των αναμνήσεων. Καθώς οι εικόνες περνούν σαν τρένο από τα ανήλιαγα τούνελ της θύμησης, θέλω να μπήξω τις φωνές, να ξεσπάσω σε γοερά κλάματα. Άτομα περνάνε αλλά δεν με αγγίζουν. Μεγάλοι ήρωες στις μικρές μου οθόνες. Ούτε εγώ τους αγγίζω όμως. Δε θέλω να καταλάβουν πως νιώθω. Όχι, όχι έτσι. Αν ενδιαφέρονταν έστω και λίγο θα είχαν καταλάβει, θα το είχαν νιώσει. Όμως, όχι. Εκείνοι προχωρούν. Άλλοτε τρέχουν κυνηγώντας ματαιόδοξους στόχους και άλλοτε ματαιόδοξα άτομα. Και εγώ που ποτέ μου δε σκέφτηκα να τους πληγώσω νιώθω τώρα μόνη, και πληγωμένη.
Και ξέρω. Κανένα νόημα δεν έχει να τους κυνηγήσω, νόημα κανένα να τους κλαφτώ. Δεν έχω ανάγκη από οίκτο, μήτε από βοήθεια για να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου. Θα τα καταφέρω, φωνάζω καθώς ρίχνω ένα χαστούκι στον εαυτό μου μπας και συνέλθει. Μα εκείνος τίποτα. Με κοιτάζει παθητικά μέσα από ένα κάτοπτρο σαν κάτι να περιμένει από μένα ή από εκείνους. Δε μπορώ να καταλάβω. Ένα σύννεφο καπνού έχει σταθεί ανάμεσα σε μένα και σε εκείνον. Η αφράτη πάχη που μας χωρίζει δε με αφήνει να τον καταλάβω.
Συνεχίζω να τον παρατηρώ προσεκτικά. Δείχνει τόσο άσχημος. Ίσως και θλιμμένος. Και δε τον αδικώ. Δε βρίσκω τίποτα το αξιοπρόσεκτο πάνω του. Είναι απλά ένα σώμα αιωρούμενο ανάμεσα στα άλλα εκατομμύρια σώματα. Δεν κάνει τίποτα το διαφορετικό, το σπουδαίο. Κάθεται και υπομένει. Ανέχεται. Πονάει. Ντρέπεται. Φοβάται. Μα πάνω από όλα δε ξέρει τι θέλει. Αναμφίβολα είναι ωχρός και δυστυχισμένος.
Καθώς συνειδητοποιώ την ασχήμια του τρομάζω. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Αρπάζω, πρόχειρα ένα μαξιλάρι από μία άκρη του κρεβατιού και το σφίγγω με όλη μου τη δύναμη. Και τότε προσπαθώ να μπήξω τα κλάματα. Μα τα μάτια μου δε λένε να τρέξουν. «Τι μου συμβαίνει;» αναρωτιέμαι. Όλα στη ζωή μου είναι σκατά και εγώ δε κλαίω. Γιατί;
Ίσως συνήθισα, συλλογίζομαι προσπαθώντας να με δικαιολογήσω. Μα, βαθιά μέσα μου ξέρω… η θλίψη είναι κι αυτή ένα συναίσθημα. Κι εγώ πλέον δεν έχω συναισθήματα. Μήτε για μένα, μήτε για κανέναν άλλο. Ένα κενό έχει καταλάβει το σάπιο εσωτερικό μου. Δε με αφήνει να αναπνεύσω, να χαμογελάσω, μήτε να κλάψω. Απλά με θλίβει.
Νιώθω να βυθίζομαι στο απύθμενο δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους. Χάνομαι μέσα στην αποπνικτική του ατμόσφαιρα. Οι σκέψεις μου διασπώνται σε μόρια και έπειτα σε άτομα-ανιόντα και ανιόντα, πουθενά κατιόντα, με νιώθεις;- και φεύγουν κάπου στο παράλληλο, εκεί έξω σύμπαν. Σκάνε στην γυάλινη επιφάνειά του κι έπειτα ξαναγυρίζουν ορμητικότερες.
Και εγώ απλά τις παρατηρώ σαν γέρος χωμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα, σαν γέρος που περιμένει το διάβολο να έρθει να τον πάρει από λεπτό σε λεπτό. Κάποιες φορές πετάω και κάποια από όλες εκείνες τις σοφές φράσεις, τα αποστάγματα της ζωής για να νιώσω καλλιεργημένη. Αλήθεια, με κάνει χαρούμενη αυτό. Νομίζω πως κάτι είμαι. Κρατάει όμως μόνο μερικά δευτερόλεπτα, ποτέ περισσότερο και ποτέ λιγότερο. Μετά συλλογίζομαι τη σοφία που μόλις ξεστόμισα και χάνομαι σε ακόμα πιο σκοτεινές σκέψεις.
Κείνο που με θλίβει πιότερο από όλα είναι η συνήθεια. Συνηθίζω εύκολα και μετά βαριέμαι. Και ψάχνω κάτι καινούριο ή απλά ανέχομαι την απαθή σιωπή μου καθώς το βλέμμα μου κοιτάζει ανούσια ένα τοίχο. Ίσως και να μην είναι τοίχος αλλά εμένα με τοίχο μου μοιάζει. Ένας ψηλός λευκός, απροσπέλαστος, ψυχρός τοίχος. Και είναι μπροστά μου. Με κρατάει καθηλωμένη να κοιτάζω τις πράξεις που μόλις έκανα. Με κρατάει σφηνωμένη πλάι στη μοναξιά μου, να παρατηρώ της εξελίξεις να τρέχουν. Και εγώ φοβάμαι. Θέλω να τρέξω για να ξεφύγω. Σηκώνομαι μα τα πόδια μου έχουν καρφωθεί σε μια καυτή κινούμενη άμμο που ρέει σαν ποτάμι κάτω από τα πόδια μου. Ο φόβος έχει πια γίνει συνήθεια. Και η συνήθεια φόβος.

"Έγινε η απώλεια συνήθειά μας και ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή."

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι