Ξέρεις,
φιλαράκο, με κούρασαν τα χρόνια. Αυτό το άδειο μου κουφάρι το λιωμένο από τις
καταχρήσεις αιμορραγεί. Να, κοίτα. Όχι, όχι συγχώρεσε με, δε το βλέπεις. Αλλά
να ξέρεις, φιλαράκο, είναι πιο έντονο από όσα μπορούν να χωρέσουν στα δυο
γεμάτα απορία μάτια σου. Είναι η απουσία φιλαράκο. Η απουσία. Ξόδεψα μια ζωή σε
εμπειρίες. Και τώρα ξέρεις τι έχω; Έχω ιστορίες και άλλες ιστορίες. Μα,
ανακαλύπτω πως κανένα νόημα δεν έχουν. Ακόμα και η πιο τέλεια πλοκή όταν δεν
έχει κοινό απαξιώνεται. Ακόμα και ο καλύτερος ηθοποιός θλίβεται όταν παίζει σε
ένα άδειο θέατρο. Και η δικιά μου ζωή αυτό είναι φιλαράκο. Μια καλοστημένη
πλοκή, μια καλή σκηνοθεσία, μα κανένας άλλος επί σκηνής. Κανείς άλλος να
μοιράζεται την αυλαία, το φινάλε, την επιτυχία μου. Κάποτε πίστευα πως οι
άνθρωποι είναι ελεύθεροι, άγρια άλογα που δε χρίζουν τιθάσευσης. Είναι φορές
που ακόμα το πιστεύω. Αλλά… να.. ξέρεις… όταν τα περιθώρια στενεύουν η μόνη επιλογή που μοιάζει δελεαστική είναι εκείνη που δε μπορείς να
ακολουθήσεις. Γι’ αυτό ξέρεις, φοβάμαι. Τους τοίχους, τα έπιπλα, τους άλλους
που περνούν από δίπλα μου. Είναι φορές που νιώθω πως με καταπίνουν, πως χάνομαι
μέσα τους, δεν ανασαίνω. Θαρρείς και η σάρκα μου γίνεται ένα με την ψευτιά
τους, θαρρείς και η ψυχή μου φτάνει μέχρι εκεί, μέχρι τ’ απέναντι ντουβάρι.
Κάπου εκεί χάνομαι, πέφτω σε παραλήρημα, σωριάζομαι σα χαρτόκουτο μέχρι να
έρθει η Ρόζι να με γλύψει με την μουσούδα της και να καταλάβω πως βρίσκομαι στο
έδαφος. Και έπειτα, μετά πάλι τα ίδια, φτου και απ’ την αρχή. Ίσως σε κουράζω,
φιλαράκο. Συγνώμη δε το θέλω.
Καληνύχτα φιλαράκο και αντίο,
Έτσι κλείνει αυτή μας η ιστορία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου