Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εξομολόγηση μιας γυναίκας, κάπου στα σαράντα.


Ξέρεις, φιλαράκο, με κούρασαν τα χρόνια. Αυτό το άδειο μου κουφάρι το λιωμένο από τις καταχρήσεις αιμορραγεί. Να, κοίτα. Όχι, όχι συγχώρεσε με, δε το βλέπεις. Αλλά να ξέρεις, φιλαράκο, είναι πιο έντονο από όσα μπορούν να χωρέσουν στα δυο γεμάτα απορία μάτια σου. Είναι η απουσία φιλαράκο. Η απουσία. Ξόδεψα μια ζωή σε εμπειρίες. Και τώρα ξέρεις τι έχω; Έχω ιστορίες και άλλες ιστορίες. Μα, ανακαλύπτω πως κανένα νόημα δεν έχουν. Ακόμα και η πιο τέλεια πλοκή όταν δεν έχει κοινό απαξιώνεται. Ακόμα και ο καλύτερος ηθοποιός θλίβεται όταν παίζει σε ένα άδειο θέατρο. Και η δικιά μου ζωή αυτό είναι φιλαράκο. Μια καλοστημένη πλοκή, μια καλή σκηνοθεσία, μα κανένας άλλος επί σκηνής. Κανείς άλλος να μοιράζεται την αυλαία, το φινάλε, την επιτυχία μου. Κάποτε πίστευα πως οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι, άγρια άλογα που δε χρίζουν τιθάσευσης. Είναι φορές που ακόμα το πιστεύω. Αλλά… να.. ξέρεις… όταν τα περιθώρια στενεύουν η μόνη επιλογή που μοιάζει δελεαστική είναι εκείνη που δε μπορείς να ακολουθήσεις. Γι’ αυτό ξέρεις, φοβάμαι. Τους τοίχους, τα έπιπλα, τους άλλους που περνούν από δίπλα μου. Είναι φορές που νιώθω πως με καταπίνουν, πως χάνομαι μέσα τους, δεν ανασαίνω. Θαρρείς και η σάρκα μου γίνεται ένα με την ψευτιά τους, θαρρείς και η ψυχή μου φτάνει μέχρι εκεί, μέχρι τ’ απέναντι ντουβάρι. Κάπου εκεί χάνομαι, πέφτω σε παραλήρημα, σωριάζομαι σα χαρτόκουτο μέχρι να έρθει η Ρόζι να με γλύψει με την μουσούδα της και να καταλάβω πως βρίσκομαι στο έδαφος. Και έπειτα, μετά πάλι τα ίδια, φτου και απ’ την αρχή. Ίσως σε κουράζω, φιλαράκο. Συγνώμη δε το θέλω.
 Καληνύχτα φιλαράκο και αντίο,
       Έτσι κλείνει αυτή μας η ιστορία.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φωτιά στα ανεκπλήρωτα πάθη.

Το πρωί με πήρε εκείνη τηλέφωνο. Δε ξέρω τι σκατά θέλει από τη ζωή μου πλέον. Ήταν ξεκάθαρη. Ή μήπως όχι; Απρόβλεπτο; Το δίχως άλλο. Δε το περίμενα. Σάστισα. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή λένε πως έρχονται κατ' αυτό τον τρόπο. Απρόσμενα, αιφνιδιαστικά. Με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν δεν είναι τα ωραιότερα, ο τρόπος και μόνο τα κάνει να φαντάζουν. Μάλλον, αυτό το τελευταίο ισχύει με μένα. Ίσως και όχι; Τη θέλω; Είμαι γοητευμένος. Άλλωστε, ποιος άντρας στην όψη μιας τέτοιας γυναίκας -όσο δυναμικός και να είναι- μπορεί να αντισταθεί; Αναμφίβολα, δε περνά απαρατήρητη. Θαρρείς πως θα μπορούσα να τη σκεφτώ, ή και θα μπορούσα να το έχω ήδη κάνει. Θα μπορούσα ίσως και να την ερωτευτώ. Και δεν είναι τόσο η εμφάνιση της, είναι που όλα θέλει να τα ελέγχει. Είναι αυτή της η επιρροή που εντελώς μυστηριακά καταφέρνει και ασκεί πάνω μου. Έτσι όπως τα γράφω, νιώθω μια αηδία να με συνεπαίρνει και την ανάγκη να καθαρίσω τα σωθικά μου από τούτη την ιδέα που τα χει μπολιάσει. Να κάνω γαργάρα τ

Σ'αγαπώ για αυτά που δε ξέρεις πως είσαι.

Ώρες και ώρες βασάνιζα τον εαυτό μου με τη σκέψη σου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι θες επιτέλους. Τι γυρεύεις από τη ζωή μου. Λες και με ένοιαζε. Θαρρείς και ήταν μία ακόμα από εκείνες τις ιστορίες που είχα να λέω, να σκέφτομαι και να αναμοχλεύω, σαν μια τάχα ακόμα εμπειρία, από εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια ή και όχι, σαν μια ακόμα αυταπάτη ή ψευδαίσθηση που δημιούργησε τάχα κάποιο βράδυ μία σταγόνα αλκοόλ. Ακόμα και τώρα δε μπορώ αλήθεια να καταλάβω αν πράγματι συνέβη ή αν το φαντάστηκα, αν τάχα το επινόησα με την παιδιάστικη φαντασία μου, αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο κάποιο από όλα τα βράδια που κοιτούσαμε το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ουρανό. Τι σημασία έχει άλλωστε;  Ξέρεις, δε σου κρύβω πως βαθιά μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τα συναισθήματά μου. Αν τάχα σε θέλω, αν τάχα σε νοιάζομαι. Φοβάμαι να στο πω. Φοβάμαι μη και νιώθεις έτσι. Φοβάμαι όλα αυτά τα ανείπωτα, τα οποία έχουμε πει τόσες και τόσες φορές. Εκείνα που δε χρειάστηκε ή που χρειάστηκε να πούμε. Και τη συμβατική ζωή

Σιωπές.

Ένιωθε τόσο μόνος εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό. Ξαπλωμένος για ώρες κοίταζε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν. Ανούσιες σκέψεις που αφαιρούσαν κάθε νόημα από το να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σκέψεις που του μαύριζαν τη μέρα. Ίσως για να ταιριάζει κάπως με τα χρώματα του ουρανού. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, μα ο ουρανός παρέμενε γκρίζος. Το στομάχι του πεινούσε κάπως, μα η αυτότροφη μιζέρια αυτού του πρωινού, δε τον άφηνε να το σκεφτεί. Είχε ήδη χορτάσει υποσχέσεις. Είχε ήδη χορτάσει από λόγια.  Όλες τους πάντα κάτι υπόσχονταν. Μια ιδανική σχέση, μια ονειρική αγάπη, ένα ανεξέλεγκτο πάθος. Όλες τους τον έκαναν να νιώθει μοναδικός-για λίγο. Κι ύστερα όλες τους έμεναν μετεξεταστέες στις πράξεις.  Τι τα θες; Όλοι του το έλεγαν. Μην ακούς τις γυναίκες, απλά κοίταζε τες, αν θες να τις καταλάβεις. Κι ο Όσκαρ του το χε εμπιστευτεί πιο παλιά αυτό το μυστικό. Λες και ήταν μυστικό ζωής, του το χε ψιθυρίσει στ' αυτί συντροφιά με κάποιο πολύτιμο ουίσκι, το οποίο είχαν μοι