Η ώρα είναι περασμένες πέντε το
πρωί. Το ουίσκι έχει σχεδόν αδειάσει. Μόνη συντροφιά τούτες οι τελευταίες του
σταγόνες μαζί με ένα ματαιόδοξο τσιγάρο που γυρεύει να γευτεί αδηφάγα λίγη από
την υγρασία των χειλιών μου. Κάπου στο πάτωμα βρίσκεται ο Όργουελ. Καημένο
γατί. Γιατί να θες να είσαι μέσα στο σπίτι; Γιατί δε φεύγεις; Γιατί δεν εκτιμάς
την ελευθερία σου; Του φωνάζω όλη μέρα, λες και καταλαβαίνει. Λες και θα μου
απαντήσει. Ανούσιες συζητήσεις χωρίς απόκριση. Ανούσια ξενύχτια δίχως λόγο,
δίχως αιτία, δίχως μιαν τάχα αφορμή. Λες και εγώ έχω απαντήσει θαρρείς και τάχα
τα ερωτήματα που σου θέτω. Αχ ρε Όργουελ.
Ανασκόπηση είκοσι τριών ετών. Με λες
εικοσιτέσσερα, αλλά εικοσιτρία δηλώνω ακόμα. Θαρρείς και με μαστιγώνει κάπως ο
χρόνος. Όχι πως τάχα φοβάμαι τα γηρατειά. Αλλά την κοινωνική δομή. Μπράβο καλό
παιδί. Τελείωσες τις σπουδές, βρες μια καλή δουλειά, να κάνεις και μια σωστή
οικογένεια. Και αν κάτι από όλα αυτά παρεκκλίνει λίγο χρονικά αυτομάτως είσαι
αποτυχημένος για τα καταστοιχά τους. Μαύρο πρόβατο. Θαρρείς και έχει καμιά
σημασία. Θαρρείς και τους πέφτει λόγος.
Ανούσιοι άνθρωποι σε βουβές οθόνες.
Σχολιάζουν τις ζωές μας πίσω από ένα διάφανο γυαλί. Λες και αυτό θα αλλάξει
κάτι. Λες και αυτό θα μας κάνει πιο ανθρώπους, λες και θα τους κάνει πιο
ανθρώπους. Ή πως τάχα θα δώσει απαντήσεις στα ερωτηματικά που θέτουμε στον
εαυτό μας τα βράδια. Άτιμο πράγμα τα βράδια. Σκάνε οι εφιάλτες και οι
αναμνήσεις και κεντάνε με μανία ανούσια, με μαεστρία εκπληκτική εικόνες που δε
θες, εικόνες απροσδιόριστες, για πράγματα τα οποία είτε φαντάστηκες, είτε
ονειρεύτηκες. Και τότε κάνεις τον απολογισμό. Όσα συνέβησαν, εκείνα που πια
κανένα νόημα δεν έχουν, έχουν πλέον ξεχαστεί, τα συναισθήματα που ένιωσες ή όχι
και πολύ περισσότερο όλα εκείνα που φαντάστηκες και δε συνέβησαν.
Ότι δε συνέβη, είναι ότι δε ποθήσαμε αρκετά.Ή ότι δε προσπαθήσαμε αρκετά προδομένοι από τους μεγαλύτερους φόβους μας. Λες και άμα συνέβαινε θα άλλαζε κάτι. Θαρρείς και το μέλλον του το έχουμε ήδη προδικάσει μέσα σε μια κενή ανουσιότητα. Θα κατέληγε θαρρείς και αυτό μαζί με όλα εκείνα που το μυαλό βαριέται να θυμηθεί. Θα διαβρωνόταν μέσα στα σάπια δόντια του ανούσιου χρόνου κι αυτό. Σαν τις κασέτες και τα πικ απ, σαν τα βινύλια και τις δισκέτες. Σαν τάχα κάποιο ξεχασμένο άσμα από Διάφανα Κρίνα που βάζεις στο μικρό σου ανιψάκι να ακούσει και κοροϊδεύει. Όχι, όχι. Οι μεγάλοι έρωτες και τα μεγάλα όνειρα δεν αξίζουν μια τέτοια κατάληξη. Μόνη σανίδα σωτηρίας η ελπίδα. Τούτη και μόνο έχει τη δύναμη να κρατήσει στη ζωή μια σκέψη. Η πίστη στο όνειρο είναι αυτή που του δίνει ζωή. Η ελπίδα. Η πίστη. Όχι η πραγματικότητα.
Τούτη η τελευταία ειδικά το
διαβρώνει. Διαβρώνει και εμάς. Μας κάνει άλλοτε υποχωρητικούς και άλλοτε μας αφήνει
πεισματάρηδες να κυνηγάμε παρορμήσεις. Ανώριμα παιδιά ενός άλλου Θεού που δεν
μπορούν να συμβιβαστούν με μέτριες καταστάσεις, που δεν μπορούν να συμβιβαστούν
με μέτριους έρωτες και πάντα γυρεύουν να παραμυθιάσουν το μυαλό τους πως τάχα
υπάρχει το ιδανικό. Λες και όταν το βρουν το ζουν. Ανώριμα παιδιά που ακόμα και
στην όψη του τέλειου φοβούνται και κάνουν πίσω. Ότι δε συνέβη ποτέ είναι ότι δεν διεκδικήσαμε αρκετά, γιατί πιστέψαμε πως η ζωή ξέρει. Ή γιατί προδοθήκαμε από κάποια σκάρτη ονειροπόληση του παρελθόντος. Ωριμάζουν τελικά οι άνθρωποι; Ή τάχα γίνονται πιο δειλοί;
Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά.
Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήισως και απο τα καλυτερα σου
ΑπάντησηΔιαγραφή